Sunday, July 15, 2007

ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΚΕΝΤΙΟ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟ

ΛΥΩΜΕΝΕΣ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ ΒΟΥΤΥΡΟΥ

Έπιασα να διαβάζω το πόνημα του Βικέντιου Καρμπονάρου, Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ σε επιμέλεια Γιώργου Κεντρωτή και ανακάλυψα και πάλι τη λογοτεχνία
Κάθε λέξη και μια αφετηρία για νέους κόσμους για νέα σύμπαντα. Και η επόμενη λέξη ακριβώς το ίδιο. Μια νέα αφετηρία, ένας περίτεχνα περιπεπλεγμένος λαβύρινθος που θες να ανακαλύπτεις συνεχώς νέους διαδρόμους κι άλλους κι άλλους και δε θές να γυρίσεις πίσω. Κόβεις το νήμα και το πετάς. Η Αριάνδη - Λαουράνια, αν υπάρχει, δεν βρίσκεται πίσω, είσαι σίγουρος πως περιμένει στην άλλη πλευρά του λαβύρινθου. Αλλά δεν βιάζεσαι να φτάσεις, γιατί αν βγεις και τη βρεις ίσως να τη χάσεις, ενώ όσο αργείς να φτάσεις την κουβαλάς σαν φως που λαμπυρίζει στα τοιχώματα του λαβύρινθου.
Αναγιγνώσκοντας ανακαλύπτεις πάντα καινούργια αισθήματα, καινούργια αρώματα που γεννούν οι καινούργιες λέξεις. Ο κόσμος ξαναφτιάχνεται από την αρχή και ο παλιός ακυρώνεται. Μια γλώσσα που ενώνει τις εύγλωττες χειρονομίες των Μεσογειακών με τις ψυθιριστές σιωπές των ανατολικών, μια γλώσσα που ξεπερνά το φτωχό λεξικό του Μπαμπινιώτη κατά μερικές χιλιάδες λέξεις, μια γλώσσα που ακυρώνει τα παλιά λεξικά και απαιτεί καινούργια. Αλλά άλλου τύπου λεξικά, όχι νοηματικά ή ερμηνευτικά, αλλά λεξικά αρωμάτων, αφού κάθε λέξη έχει κι ένα διαφορετικό άρωμα που σου ρχεται να σκύψεις στη σελίδα και να το μυρίσεις. Φθινοπωρινή ευδία και λυωμένες καραμέλες βουτύρου.
Λέξεις λεπτές, λεπτεπίλεπτες, λεπταίσθητες, λέξεις που τρέχουνε με ρυθμό υπερηχητικού τραίνου και προλαβαίνουνε εν τούτοις και περιγράφουνε υπαρκτούς κι ανύπαρκτους κόσμους με απίστευτη ακρίβεια. Ανύπαρκτους; Όχι. Κόσμοι που εγκαινιάζονται και πλέον είναι κτήμα μας. Αυτή δεν είναι και η πεμπτουσία της ποίησης; Λέξεις που ηρεμούν τη φουρτούνα της ψυχής με την ωραιότητά τους, λέξεις... λεξοτανίλ, αφού ξέρω πόσο ο Βικέντιος αρέσκεται σε λογοπαίγνια.
Λέξεις που δεν ανήκουν σε χώρα αλλά αποκτούν διακρατική ισχύ, που έχουν ένα αντίκρυσμα, μια προβολή σε ένα νέο τοπίο σε μια νέα γλωσσική πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν αυτό πρεσβεύει στο αμφιθέατρο ο Γ.Κ. αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτό που θα μαθαίνει στους φοιτητές του είναι πως η μετάφραση δεν είναι η μεταφορά λέξεων και νοημάτων από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια γλώσσα στην άλλη, αλλά με αφορμή τη μια γλώσσα, η δημιουργία μιας νέας, πιο πλούσιας πιο περιεκτικής, πιο ποιητικής ευρύτερης των λεξικών που ανοίγει το μυαλό και μας κάνει πιο πλούσιους, πιο ανοιχτους, μια γλώσσα εν δυοίν και πάει λέγοντας.
Αν αυτό διδάσκει ο Γ.Κ. και δεν έχω λαθέψει, τότε Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ είναι το πολυτιμότερο και πιο αντιπροσωπευτικό εγχειρίδιο της επιστήμης του.
Δεν κρύβω πως οι πρώτες σελίδες μου δημιούργησαν μια προκατάληψη για τις επόμενες. Μαθημένος και κουρασμένος από την "γνωστή" μας λογοτεχνία, φοβήθηκα μήπως βρεθώ στο άλλο άκρο παγιδευμένος σε μια λεξιλαγνεία που θα κάνει την ανάγνωση ακόμα πιο κουραστική. Και ω του θαύματος, οι λέξεις που όπως προείπα, γεννούσαν πρωτόγνωρους κόσμους, η γνώση και η περιγραφή υπαρκτών, αλλά άγνωστων στον αναγνώστη και άρα ανύπαρκυων κόσμων δημιούργησαν μια απίστευτη απόλαυση του κειμένου {κάτι που μας απασχολούσε από τα φοιτητικά χρόνια με τον Μπαρτ και το Λακάν)που μόνο με την ανάνωση -και μη μου καταλογίσετε ιεροσυλία- κειμένων του Μπόρχες, του Μάρκες αν δεν συγκρίνεται τουτλάχιστον αναλογίζεται.
Για όποιον δεν κατάλαβε Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ είναι ένα παγκόσμιο κείμενο της λογοτεχνίας, για πολλούς λόγους και μόνο ως τέτοιο μπορούμε να το αποτιμήσουμε είτε με ανθουσιαστικά σχόλια, είτε΄-όλα στο παιχνίδι είναι - με επιτημιτικά. Σίγουρα όμως δεν εντάσσεται στην εγχώρια - και αποφεύγω άλλους χαρακτηρισμούς - λογοτεχνία.
Και για να τελειώνουμε, όποιος Έλληνας έχει διαβάσει πένβτε δέκα βιβλία στη ζωή του, δεν μπορεί πλέον να μην έχει τον ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟ στη βιβλιοθήκη του ως σημείο αναφοράς. Μη με θεωρήσετε υπερβολικό. Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι σπάνια εκφράζω τοιουτοτρόπως τον ενθουσιασμό μου, όπως ξέρουν επίσης ότικάτι "κόβει" και το μάτι μου.
Κι επειδή εκφράζομαι προσωπικά χίλια ευχαριστώ για τη ευδία γάβρε Βικέντιε

Tuesday, July 10, 2007

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΑΛΛΙΔΗΑ 1816 - 1861.Μουσικός και ποιητής από τη Σωζόπολι με σπουδές στην Ευρώπη κατόπιν υποτροφίας της Αμαλίας της οποίας και για ένα φεγγάριήταν προστατευόμενος. Λέγεται ότι τα ερωτικά του ποιήματα απευθύνονταν σ' αυτήν και γι αυτό απομακρύνθηκε από το παλάτι... Έγραφε πάντως καλύτερα από τον Όθωνα



ΘΡΗΝΟΣ
Εις φρικώδεις μαύρας νύκτας,
στην σιγή της υφηλίου,
έμπροσθεν κοιμητηρίου
νέος εμπαθής θρηνεί.
Η φωνή του ομοιάζει
ήχον μουσικής πενθίμου
και o κόραξ της ερήμου
τους κλαυθμούς του αντηχεί.

«Εις το ρεύμα της ζωής μου
διατί να σ' απαντήσω ;
Δι’ εμέ αφού δεν ήσο,
διατί να σε ιδώ ;
Και με έκαμες απαύστως
στεναγμούς να αναπνέω,
και γελάς, διότι κλαίω
δι' εσέ και θρηνωδώ.

Μεταξύ ζωής και τάφου
στέκεις και με βασανίζεις,
ν' αποθάνω μ' εμποδίζεις,
να υπάρχω δεν ποθείς.
Α καν στέρξε ή να ζήσω,
ή να παύση κι η πνοή μου
ίσως ίσως στη θανή μου
πλέον μεταμεληθής.

Πάσχω να σε αποφύγω,
προσπαθώ να σε μισήσω,
και μακράν μακράν να ζήσω
από σε, σκληρά ψυχή.
Να σωθώ προτού με θάψη
η ανεύσπλαχνός σου γνώμη,
πλην, αχάριστη, ακόμη
η ψυχή μου σε ποθεί.

Απ' εμέ το βλέμμα στρέφεις,
φεύγεις, κρύπτεσαι, μ' αρνείσαι,
αλλ' εδώ εντός μου είσαι,
αιθερόπλαστος μορφή.
Συ και μόνη κυριεύεις
την οδύνην, την χαράν μου.
συ την τύχην μου, το παν μου
και αυτήν μου την ζωήν.

Δεν ζητώ αι συμφοραί μου
την καρδιά σου να εγγίσουν,
θέλω μόνον, όταν σβύσουν
της ζωής μου αι στιγμαί,
ένα στεναγμόν θρηνώδη
ως χαιρετισμόν ν' αφίσης
κι' εις το μνήμα μου να χύσης
ένα δάκρυ δι' εμέ.

Εις τον κήπον σου οπόταν
μοναχή τα άνθη λούης,
και του ρύακος ακούης
τον γλυκύν μουρμουρισμόν,
φέρε φέρε καν εις μνήμην
ένα φίλον της ψυχής σου
και, σκληρά, αναλογίσου
μια στιγμή το παρελθόν.

Όταν της νυκτός η αύρα
ψιθυρίζει εις τας ιτέας,
ενθυμού τας τελευταίας
των ερώτων μας στιγμάς.
Πλην, αλλοίμονο τι λέγω,
τι ματαίως σε συγχίζω,
αφού πλέον το γνωρίζω,
ότι άλλον προτιμάς ! »

Δ Ι Σ Τ Ι Χ Α
1) Εντός μου πρώτον έθαλεν ο ιδικός σου έρως,
καθώς τα άνθη τα τερπνά πρωτοκοσμούν το θέρος.

2) Τον έρωτ' απεφάσισα να μην αναγνωρίσω
να κλείσω την καρδίαν μου και να την θωρακίσω.

3) Ολέθριον και μισητόν του φθόνου το σκωλήκι,
τιτρώσκει τον φθονούμενον και τον φθονούντα τήκει.

4) Δεν είμαι ως σε φαίνομαι και μη με περιφρόνη
ας μη σ' ελκύη η μορφή, αλλ' η καρδία μόνη.

5) Αν ημπορής φρονίμευσε και όταν φρονιμεύσης,
δεν θα σοι είν' αδύνατον φιλίαν να μ' εμπνεύσης.

6) Αν μεταβάλης φρόνημα και μεταβάλης τρόπον,
ίσως και την υπόληψιν ν' αλλάξης των ανθρώπων.

7) Σε είδα και Παράδεισος μ' εφάνη πως ηνοίχθη
και άγγελος ουράνιος εμπρός μου πως εδείχθη.

8) Την κλίσιν που αισθάνομαι προς σε ιδέ και κρίνε,
αν της τοιαύτης κλίσεως μακράν ο Έρως είναι.

9) Δεν με θαμβώνουν η μορφή και η ενδυμασία,
πλην με μαγεύει η πιστή και ευγενής καρδία.

10) Την πίστιν την καρδίας μου ακόμη δοκιμάζεις,
αφού την κατεδούλωσες και την εξουσιάζεις ;

11) Ό,τι ποθείς διάταττε και αψηφώ κινδύνους
και εις πελάγη ρίπτομαι και εις φλογών καμίνους.

12) Εις θλίψεις μην αφήνεσαι και εις απελπισίαν,
όλα θα γίνουν κατ' ευχήν και κατ' επιθυμίαν.

13) Ματαίως των θελγήτρων σου κενώνεις την φαρέτραν,
δεν θέλγεις την καρδίαν μου και θα την εύρης πέτραν.

14) Της χάριτος ανώτερος βαθμός δεν είναι άλλος,
παρ' όταν η αφέλεια επικοσμεί το κάλλος.

15) Αλύσσου κρίκος σιδηρούς σε δένει και σε θλίβει,
υπομονή κι' επιμονή τον σίδηρον συντρίβει.

16) Μικρόν πως είχα ήλπιζα εις την ψυχήν σου τόπον,
συ δ' αγνοείς κι' εις την σειράν αν είμαι των ανθρώπων.

17) Εγνώρισες το σφάλμα σου αν δεν το αποπλύνης,
ειδέ του κόσμου όνειδος και παίγνιον μη γίνης.

18) Παρά του κόσμου τ' αγαθά ποθώ τον ερωτά σου
και μόνος εις την έρημον να κάθημαι κοντά σου.

19) Αν εμισήσο σφάλμα σου και όχι άλλου ήτον,
οποίαι είν' αι πράξεις μας τοιούτοι κι' οι καρποί των.

20) Ω άφες την ειρήνην μου και μη την συνταράττης,
δεν είναι η καρδία μου δια να την σπαράττης.

21) Όταν τα άστρα του ουρανού με έκπληξιν θαυμάζω,
τα φλογερά σου όμματα νομίζω πως κοιτάζω.

Monday, July 9, 2007


Ένα σονέτο σταλμένο από τον Μήτσο Παπανικολάου

στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη το 1928.

Το ψάρεψα από τγο περιοδικό Γράμματα


SONNET
Fontaines du Desir

une jeunesse nue

le charm de courir

toujours vers l' inconnu,


des roses effeuillees

sur le chemin d' amour

et des amours mouilles

dans nos larmes - toujours.


Des voyageurs traques,

Napoleon, nous sommes;

oh, nous ne sommes que-


tout sumplement - des hommes

dont le supreme effort

c' est l' amour ou la mort



Και η απάντηση του Λαπαθιώτη


RESPONSE A MITSO PAPANICOLAOU


J ai lu tes vers, Mitso - melancoliquement,

vers le soir, au rebord assis de ma fenetre:

ils ont su doucement faire vibrer mon etre:

toi seul, ami, tu saiw et combien et comment!


Traques et detraques (trop muris pour la douche!)

nous sommes bien de ceux qui, cribles de desirs

ont deja le plaisir, a chercher le plaisir,

- et ne l' ont plus du tout, aussitot qu ils y touchent...

Sunday, July 8, 2007

ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΓΩΝΙΑ


ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΛΑΣ (Λωζάνη 1907 - Νέα Υόρκη 1988)


Πρώτοι μας δυνάστες Βιτελοβλάχοι

Κόθωνας με Αμυαλία. Μετά

ξέρασεν ο Βόλγας την Αφροδίτη Βρωμάροβνα

που τόκισε τους Γλυκοβούργους με χυλόπιτες

και τους Ρωμιούς με αναθέματα.

Του πετεινού ο γιος αντίς από την Πόλη

πήρε την Ασοφία.


Ένας του γιος ασπάστηκε τη Μαϊμού.

Κι ο άλλος εγκαινίασε μεταξωτό πολιτισμό.

Η Χέσσα μηχανεύτηκε ανάπαυλα πράματα

κι ο Κοπρώνυμος Β΄ Άνω Μωρία.


Πάνε τώρα οι Γλυκοβούργοι

αλλού να φάνε την κοπενχάη τους

στο Τυχεράν της Ιρανίας ίσως.

Εδώ ποταποί παττακοί ηρακλείδες

του στόματος ψιττακίζουν

έρχεται, ερχέζεται ο Βάσος Υλικός.

Ελλάς εργατών και αγροτών, Ελλάς ποιητών

φοβού τους Δαναούς. Προσοχή

Ήτταν ή Επί Τανκς.
Ηεικονιζομένη ονομάζεται Εβίτα Κοτσανόφσκα

Friday, July 6, 2007

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΣ ΚΕΡΚΥΡΑ 1914-1984


ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ ΚΙ ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ


Αν αποφάσιζ’ έλεγε, να γράψει Ελληνικά,
μη χαμπερίζοντας τους ξενότροπους τροχονόμους,
αν μες στο λατονιέρικο, μες στα χαλκεία και την ξενούρα,
μες στις χειρονομίες, στο παραμιλητό, στις ιδρωμένες παραισθήσεις,
μες στους μικρομεγάλους και στους κλεψοφάηδες,
δοκίμαζε να εκθέσει σαν πραμάτεια τα γραφτά του,
οι ντόπιοι λωτοφάγοι θα γκρινιάζαν ελληνόξενα.
Διότι
όταν η μπλόφα εδώ σκαρώνεται αρετή,
όταν οι Έλιοτ, οι Δαρέλ, οι Μουρ, Λαφόργκ κ’ οι άλλοι…
πλασάρονται σα βιταμίνες σε ραχιτικούς,
ο αναγνώστης αγγαρεύεται να πλέξει αράχνες σε σχοινί,
κ’ οι ντοπιαλήθειες κρύβονται σαν τοπική ντροπή,
επόμεν’ είναι οι στραβισμοί κ’ οι εθνικοκερατίτες, είπε.
Δια ταύτα
ακούσαντες, ιδόντες, έχοντες, δικάζετε.

Sunday, June 24, 2007

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ ΚΑΙ ΠΩς ΝΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΖΕΜΑΝΟΒΑ




ΠΡΟΦΑΣΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ
[III]
Απόψε, που έρμη νιώθω την καρδιά,
στον κήπο μου έχω πάει να σε συντύχω.
Έχω αφανίσει τη ζωή, για να 'ρθεις
σε μύρο ανθιών ή σε αρμονίας ήχο.


Των ταφλανιών τα φύλλα εμούσκεψε
μια μνημοσυνική ψιχάλα.
Σιμοτινό τα φέρνει αποχαιρέτισμα
ο σπαραγμός που εκρέμασεν η στάλα.


Γυρίζω εδώ που τόσο σε ονειρεύτηκα
να βρω κάτι δικό σου.
Σωριάζει θλίψη κάθε φούντωμα.
Ως ίσκιος στ' όνειρό μου απλώσου.


Τα μάτια σου απ' το όνειρα βαρίσκιωτα
μες στην ψυχή μου κλαίνε. Λιώνω.
Το δειλινό, φεύγοντας με ίσκιους μακροτάξιδους,
πίνει του ξενιτέματος τον πόνο.


Για να χινοπωριάσω τα δεντρά
σκορπίζω την ψυχή μου για όνειρά των,
τώρα, βαρύπνοη που επίκρανε η ενθύμηση,
σα φάντασμα παλαιών ηλιογερμάτων.


[VI]
Όλο και βρέχει απαρηγόρητα.
Της ώρας το φευγιό τι θλίψη πόχει!
Του χινοπώρου το φιλέρημο στοιχειό
σκορπά τη μοναξιά σε κάθε κόχη.


Γιόμισ' η αυλή μου απουσία και χορτάριασε.
Θλίβουνται τα νερά με άμοιρες μνήμες.
Στους δρόμους σέρνεται η παράμερη ζωή,
που αράχνιαζε σ' έρημες ρίμες.


Τραβιέμαι στα όνειρά μου τ' απαράμοιαστα.
Κι εφταδιπλώνω την ψυχή μου στα όνειρά της:
στην αγκαλιά της μοναξιάς μου γέρνοντας,
μεθώντας με ίσκιους μιας ζωής φευγάτης.

Wednesday, June 13, 2007

ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ ΔΕΡΒΙΣΗΣ


Αφιερωμένο στον Γιώργο Κεντρωτή
για λόγους που ξέρει αυτός
Ησημερινή δερβίσισα λέγεται Αϊνέτ Στέφενς
είναι από τη Βενεζουέλα
κι όπου βρει βαζέλα
σκοράρει ως ο Ζουέλα


ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ


Αιχμάλωτος των ψυχανθών
χαμός χυμός με τρέφει
το θα θυμίζει παρελθόν
ο χρόνος επιστρέφει


Περιστρεφόμενε Δερβίση
μη στέκεις σε κλαδί χλωρό
τώρα μας έχουν εγκλωβίσει
σε κυκλικό ξερό χορό


Με αγκαλιές φαντάσματα
χόρεψα κι έχω ρέψει
Του νου μου τα κοιτάσματα
έχουνε πια στερέψει


Περιστρεφόμενε Δερβίση
άλλοτε εσύ άλλοτε εγώ
έχεις ανάψει κι έχω σβήσει
με βήμα γρήγορο κι αργό


Περιστρεφόμενε Δερβίση
ύπουλε χρόνε πονηρέ
ποιος απ τους δυο μας θα κερδίσει
μες του θανάτου το καρέ;

Tuesday, June 12, 2007

ΚΑΛΕΝΤΑΡΙ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

ΜΑΡΤΙΟΣ


ΑΠΡΙΛΙΟΣ



ΜΑΙΟΣ




ΙΟΥΝΙΟΣ


ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΡΑΠΤΑΡΧΗΣ 1862


[ΕΓΚΩΜΙΑ ΕΙΣ ΕΝΑ ΕΚΑΣΤΟΝ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΩΝ]
Ι.
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ. - Yδροχόος.
Φ'ερω ζωήν και θάνατον χαράν καί δυστυχίαν,
η μοίρα μου το έδωκε κ' εγώ μοιράζω τώρα…
ευδαίμων ος τις παρ' εμού θα λαβει ευτυχίαν,
και δυστυχής ος τις δεχθεί τα άδωρά μου δώρα.
ΙΙ.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ. - Ιχθύες.
Είμαι χωλός, πλην ως Συλφίς τον στρόβιλον χορευω,
ς μαθητής πίνω κρασί κ' εις όργια εκπνέω·
κ' ενώ με κράζετε χωλόν εγώ σας μασκαρεύω,
διότι Φεβρουάριος θα είπη Αποκρέω.
ΙΙΙ.
ΜΑΡΤΙΟΣ. - Κριός.
Άστατος είμαι, πλην παντού δεν είναι αστασία,
' ιδίως 'ς την Ελλαδα;
μήπως δεν είν' Μαρτιάτικη και η ελευθερία;
δεν έκαμε 'ς τους Έλληνας τον Μάρτιο πατινάδα;
Φευ! Αστασία κυβερνά τον κόσμον θλιβερή,
μόνη η άσχημος γυνή εμμένει σταθερή.
ΙV.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ. - Ταυρος.
Ποτε δεν λέγουν ψεματα την πρώτην Απριλίου,
αργία και κατάλυσις του ψεύδους του γελοίου.
Την εορτάζουν υπουργοί και μια καστανομμάτα,
ποχει την πρώτην μου αυγή 'ς τα χείλη τα δροσάτα.
V.
ΜΑΪΟΣ. - Δίδυμοι.
Κόψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
απ' του Μαίου τους φαιδρούς κ' ευόσμους παραδείσους,
και την παρθένον στέψατε ήτις εμπρός σας κλίνει
ευώδης ως τα ρόδα μου, ωχρά ωςς η Σελήνη!
VΙ.
ΙΟΥΝΙΟΣ. - Καρκίνος.
Φιλόξενος σας προσκαλεί εις τους αγρούς ελαία,
η πόλις ανυπόφορος η εξοχή ωραία.
Την κόνιν και τον καύσωνα των πόλεων αφήτε,
τα δροσερά φιλήματα της αύρας να δεχθείτε·
κ' ενώ ο τέττιξ φλύαρος ως δικηγόρος ψάλλει,
τρυφάτε εις της εξοχής αφρόντιδες τα κάλλη.
Έγραψα μόνο τους πρώτους εξι μήνες...
δεν προλάβαινα τους υπόλοιπους
Η Sara Tommasi ποζάρει στο ημερολόγιο του Max 2007

Sunday, June 10, 2007

ΑΛΚΟΟΛ ΤΕΣΤ

ΗΛΙΑΣ ΤΑΝΤΑΛΙΔΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Άκουσε! Που φεύγεις;… μένε,
Λογιώτατε καϋμένε!
Έως πότε 'ς τα σχολεία
Θάπτεσαι με τα βιβλία;
'Αφησε τους φιλοσόφους
Τους κενούς και πολυστρόφους,
Κ' εις του οίνου την βαθείαν
Πρόσδραμε Φιλοσοφίαν.
Ο χτικιάρης Δάσκαλός σου
Θα ταράξη το μυαλό σου,
Και με το περί γραμμάτου
Θα 'ς τα φέρει άνου κάτου.
Το κρασ' ειν' απου σοφίζει,
Το κρασ' ειν' απου φωτίζει,
Το κρασάκ' είναι συντόμως
της ζωής κανών και νόμος.'
Σ' ένα μου κρασιου ποτήρι
Ο νοΥς πλέει τοΥ Καΐρη,
Και διδάσκει το παλιό μου
Ευγλωττίαν Οικονόμου˙
Θέλεις τ' άστρα να μετρήσεις
Και να μάθεις τ' είν' η Φύσις;
Έχε γιά! 'πε 'ς το σχολείον,
Κ' έλα 'ς το κρασοπωλείον.
Έμπνευσιν ο νους σου θέλει;
Ας κοπιάσει 'ς το βαρέλι.
Θέλεις πνεύμα; θέλεις γνώσι;
Το κρασί θα σε τα δώσει.
Εις του γέρου Καμηνάρη
Το ακένωτο πιθάρι
Οποιος χώσει το κεφάλι,
Φωτισμένο θα το βγάλει.
Να αληθινή παιδεία!
Να σωστή Φιλοσοφία!
Λήρος όλ' αι άλλ' εκείναι!
Να πηγή Σοφίας! -Πίνε!!

Friday, June 8, 2007

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΥΡΩΝΑ (ΟΧΙ ΠΟΛΥΔΩΡΑ)


LORD BYRON
There Was A Time, I Need Not Name


There was a time, I need not name,

Since it will ne'er forgotten be,

When all our feelings were the same

As still my soul hath been to thee.


And from that hour when first thy tongue

Confess'd a love which equall'd mine,

Though many a grief my heart hath wrung,

Unknown, and thus unfelt, by thine,


None, none hath sunk so deep as this---

To think how all that love hath flown;

Transient as every faithless kiss,

But transient in thy breast alone.


And yet my heart some solace knew,

When late I heard thy lips declare,

In accents once imagined true,

Remembrance of the days that were.


Yes! my adored, yet most unkind!

Though thou wilt never love again,

To me 'tis doubly sweet to find

Remembrance of that love remain.


Yes! 'tis a glorious thought to me,

Nor longer shall my soul repine,

Whate'er thou art or e'er shalt be,

Thou hast been dearly, solely mine.
Γκεστ σταρ η εικονιζομένη Γιουλίβα Μάγιαρτσουκ


Tuesday, May 29, 2007

Μ PΟST






ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΙΟ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ




Ρωμαίος:


Στην μακρινή την Μάντουα με στέλνουν εξορία


να ζω ωσάν κατάδικος με άγρια θηρία.


Σκορπιοί και φίδια, ύαιναι κυκλοφορούν στα δάση


εκεί που με σκληρότητα μ' έχουν καταδικάσει


κι αν μάθης πως με δάγκωσαν ένα ζευγάρι ύαιναι


εσύ να είσαι υγιής και προπαντώς υγίαινε.


Ιουλιέτα:


Εγώ πιστή θα 'μαι σ' εσέ, ενόρκως σου δηλώνω


δεν συνηθίζω εύκολα με άνδρες να ξαπλώνω.


Δεν μοιάζω την Νταιάνα εγώ του Πρίγκηπος Καρόλου


που φεύγει απ' τ' ανάκτορα χωρίς ντροπή καθόλου


κι αδιαφορών δια πεθερά και πεθερό Μονάρχη


πηγαίνει και κυλίεται με κάποιον Ταγματάρχη,


κι αφού βγάζη τα μάτια της, στ' ανάκτορο γυρνάει


την ώραν που στο Μπάκιγχαμ σερβίρεται το τσάι.


Ρωμαίος:


Δεν φταίει αυτή. Φταίν' οι φρουροί με τα ψηλά καπέλα


που δεν της λεν': Που πας μωρή, αδιάντροπη κοπέλα,


που ο νους σου είναι εις το σεξ και χάμω να ξαπλώνης


και ξεύρεις μόνον υψηλά τα πόδια να σηκώνης.


Δεν σκέφτεσαι τα έξοδα κι ότι τα ραντεβού σου


βγαίνουν απ' το υστέρημα του δύστυχου λαού σου


κι ότι κάθε μια σταγών που εσύ καταναλώνεις


πληρώνει εργαζόμενος όταν εσύ ξαπλώνεις. . . .


Ρωμαίος


(στο β΄ μέρος, γέρος πια)


Τα δυό μου μάτια δυστυχώς με καταρράκτη πάσχουν


γι' αυτό και πληροφόρησιν καλήν δεν θα παράσχουν


επίσης έχω πλην αυτών και μια πρεσβυωπία


και δεν διακρίνω μακρινά και κοντινά τοπία






Η ΡΟΜΒΙΑ




Η ρομβία αφιχθέντος και σταθέντος στη γωνιά


μελωδίας μας παράγει ευφρανθείς η γειτονιά


βγαίνει πρώτον ο μπακάλης και μετά ο γαλατάς


πλην αργείς εξερχομένη και πολύ το μελετάς




Χαίρε λυπηρά ρομβία,


δυστυχής είμαι φευγών


και αναχωρών ενβ ία


τη νεάνις μην ιδών.




Την επαύριον ημέραν στην γωνίαν μου σταθείς


καταπλεύσας η ρομβία ήτο πάλιν αφιχθείς


αηδόνες είναι ψάλλων, παραδείσια πουλιά


πτερουγίζουν καρδερίνε στα ξανθά της τα μαλιά




Χαίρε εύθυμος ρομβία


η νεάνις κατελθών


δήθεν πήγε διά κομβία


και εθεάθη εξελθών


ΧΑΡΑΜΑΤΑ
('Ενας Μποστ αλιώτικος, σε μουσική
Γ. Μαρκόπουλου με τον Γ. Πουλόπουλο)




Πέρα απ'τα βουνά, υπάρχει ένας λαός


Χαράματα - χαράματα, σε γνώρισα


κι ήρθαν και με ρώτησαν


ποιοςθα μας κρατήσει συντροφιά




Πέρα απ' την σιωπή, υπάρχει μια φωνή


μεσανυχτα - μεσάνυχτα σ' αρνήθηκα


κι ήρθαν και με φώναξαν


ποιος θα μας ανάψει την φωτιά
Μαζί με τον κ. Μέντη η Αλεσάντρα Αμπρόζιο

Monday, May 28, 2007

Дора Петрова Габе (Ντόρα Γκάμπε, Βουλγαρία) 1886-1983


НОЩ
О, нощ, която всичко ми отне

и в себе си погълна тъй безследно,

кажи сега и словото последно,

щом маската от погледа ми сне!


Умряха в тебе толкова души,

затвориха се толкова зеници,

захвърлени самотници в тъмници

изсмука твоя мрак и присуши!


А жадно гледат топлите ти взори -

очите твои - разтопена плът,

потъна в тях светът и се затвори.


И само птичка върху твойта гръд,

отметнала главица, пее, пее,

а ти мълчиш, заслушана във нея...


1922



Η ΝΥΧΤΑ


Ω νύχτα που το είναι μου αφαίρεσες

και μ' εξαφάνισες στου σκοταδιού τις τρύπες

τα τελευταλι αλόγια σου μου είπες

τη μάσκα του προσώπου μου αφαίρεσες


Στα βρόγχια σου πόσες ψυχές τις έρρεψες

και πόσες των ματιών σφαλίσαν κόρες

στου Άδη τα κελλιά - ω μαύρες ώρες-

τον κόσμο έχεις ρουφήξει και τον έρρεψες


Διψάω για το βλέμμα σου που βράζει

τη σάρεκα των ματιών σου όταν λιώνει

κι όλο το σύμπαν μέσα σου βουλιάζει


και μόνο ένα πουλάκι ένα τσόνι

στον κόρφο σου τραγούδι αρχινάει

κι εσύ σωπαίνεις και το ακούς στα χάη


Μετ: Αντώνης Παπαϊωάννου
Η κυρία της φωτό είναι η Tzanka Vacheva μοντέλο από τη Σόφια

Sunday, May 27, 2007

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ


Ενας άνθρωπος στην Πάτμο του


Είμαι η κορυφή ενός ουτοπικού βουνού

που λάμπει ασφαλώς,

ψυχή που πήρε σάρκα

και χειρονομεί γύρω απ' την ανάσα.

Είμαι φαλλός σε ηλεκτρικά όνειρα

με ποντίκια που τρώνε τα δάχτυλά μου.

Eνας άνθρωπος μόνος

που τσαλακώνει το μυαλό του

για να σταματήσει τον πόνο.

ο κόσμος είναι παρωχημένος και κουρασμένος.

Βρίσκω λίγο σκοτάδι όπου μπορώ

σκυμμένος να κλάψω καιγράφω μονάχα για λίγους.

Saturday, May 26, 2007

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ EVA LONGORIA





ΕΞΑΡΣΗ


Kρατιέμαι από γενιά δρακόντεια,

που από μια χώρα κίνησε υπερπόντια

κι έχω ακατάλυτα: νύχια, μαλλιά και δόντια.


H όψη μου φαντάζει λεονταρίσια,

τ' αδρό κορμί μου συνερίζεται τα κυπαρίσσια,

κι αλύγιστος, τραβώ το δρόμο ίσια.


Kαι των θεών ο αγαπημένος σάμπως

που είμαι, θα σβήσω μες σε θάμπος

από άρωμα κι από αρμονία κι από λάμπος.


μια σάλα που θα μεθάν οι πολυελαίοι

και τα όνειρά μου η μουσική θα λέει,

κάποια βραδιά θε να βρεθούμε, ωραίοι.


M' ένα ζευγάρι στα μαλλιά σου ρόδα,

θε να χορεύεις λύγερη κι αλαφροπόδα.

Θα πέσει το 'να σου άνθος (κι όπως σε ύπνο το 'δα,


πόθρεφα τα όνειρά μου σαν τον πελεκάνο)

για να το πάρω θε να σκύψω

μοσκοβόλημα ενός ρόδου, να πεθάνω.




ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΜΟΙΡΩΝ

H A΄ MOIPA

Xιτώνα εχάρηκα να υφάνω από λινάρι,

χρυσό τον Ήλιο μου ιστορώντας καβαλάρη.

Στην άλλη του όψη η Πούλια κρούει τον Aπρίλη,

παν τ' αρνιά σε αμαλαγιές να φαν τριφύλλι.


H B΄ MOIPA

Mια μέρα την Kερή Σελήνη αν έταξα

να υφάνω της τα νυφικά με λινομέταξα,

ήρθε ο καιρός που αράχνινα θα τα 'φανα,

ζώδια ξομπλιάζοντας σε υφάδια διάφανα.


H A΄ MOIPA

Mες στο μανδύα του χρυσούς αετούς ύφανα.


H B΄ MOIPA

K' εγώ παγώνια μες στη σκεπή της περήφανα.


H A΄ MOIPA

Tώρα το φιλντισένιο σου αργαλειό παράτα,

του Ήλιου να τραγουδήσουμε τα νιάτα·

κι ας ψιχαλίζει ένας καημός μες στα λαγούτα:

"Ψηλά κλωνιά βεργολυγούν με αφράτα φρούτα".


Mπαίνει η Γ΄ MοίραH B΄ MOIPAΩ

την ωκνή αδελφούλα μας. Έλαχε να κεντήσει

κ' οι αχοί την κρατούν άνεργη πλάι στην αργόβοη βρύση,

κάτου απ' τα πλάτανα. (Ίσκινη κι αριά πλέχναν νταντέλα.)

K' η ανάβρα περιπαίζοντας τη μάταιη τέχνη εγέλα.


H Γ΄ MOIPA

Tάχα τα υφαίνατε κ' εσείς όλο; Σιμά στην κρήνα

πυκνά πουρπούλιαζαν οι αχοί, κοπαδιστές πιθύμιες,

σε δάκτυλα λαλούμενα. Ποια μουσική τα εκίνα

κι ανάβρες συνορίζουνταν;


H B΄ MOIPAE

κόρφιαζαν ασήμιεςκι ορμώντας απ' το μάρμαρο παράμοιαζαν τα κρίνα.


H A΄ MOIPA

Mα τόσην ώρα τι έκανες;


H Γ΄ MOIPAEίναι κάπου ένα περβόλι

ξωτικό. Kάθε μου σκόλη

το περιδιαβάζω μόνη

κ' η ψυχή μου το αναγνώνει

σα βιβλίο. K' έλυνα

πλάι σε νεροσέλινα

τη ζωστρή, να γυμνωθώ,

σαν τον προφαντόν ανθό.

Tρέμω, νιώθω νέο παλμό.

Nα βουτήξω δεν τολμώ

κι ως βουτώ στα κρύα νερά,

νιώθω αφάνταχτη χαρά.

Tα μαλλιά σαν τα 'λουσα,

λύγερη ανεβάλλουσα,

πήδησα γυμνή κι αθώα,

μες σε αγνά χόρτα και ζώα.

Tων δέντρων η αδερφοσύνη,

το κορμί μου ολόρθο στήνει.

Θάμα! Δέντρο, περπατούσα,

με την κόμη αναθροούσα.

Πάγω αμέσως και κοιτώ

σε καθρέφτη σμαγδωτό,

μια Nεράιδα που κρατεί,

μαρμαροπελεκητή.

Xτένια νεραϊδίστικα

πήρα και χτενίστηκα

κι ανθολόγουν, σα μανόλια,

σε φανταχτερά περβόλια.

Nερά φλοισβούν τρεξιμιά

στη γλυκόπιοτη ερημιά.

Tον παλιό τους πόνο λέω

μ' έναν τρόπο απλό και νέο.

Kι ως τη σκιά μου, ανέμελα,

βάλτα ουρανοθέμελα

πλάνευαν, γιγάντισσα

τηνε συναπάντησα.

Tο 'χα τάξει: να μη φύγω

απ' τον κήπο δίχως τρύγο

κι από μια κορφήν αρπώ,

ώριμο, άφταχτο καρπό.

Tώρα με το μήλο παίζω

το χρυσό και το κρεμέζο.

K' έχει στο παιχνίδι μου όλη

τη δροσιά του, το περβόλι.


H B΄ MOIPA

Έλα να πιάσεις τη δουλειά·

κι άφησε τα παιχνίδια πλια.


H A΄ MOIPA

Mε αϊτού φτερά πετάω, χαράματα,

τον Ήλιο για να δω κατάματα.


OI TPEIΣ MAZI

Tα 'δα εγώ στο μέγα δρυ,

άνθρωπος δεν τα 'χει ιδεί.


H A΄ MOIPA

Tου Ήλιου το κυκλογύρισμα

θάμπος, τραγούδι, μοσχομύρισμα.

Mόνο γι' αυτόν γνέμα δεν πήρα,


B΄ και Γ΄ MOIPA μαζί

Ξεφεύγει ο Ήλιος απ' τη Mοίρα.


H A΄ MOIPA


Aυτός έχει τον κόσμο υφάνει:

Kι εφάνη του ως ονείρου πλάνη.

Kι ύστερα το έργο του εστοχάστη:


H B΄ MOIPA


K' η πλάση γνώρισε τον Πλάστη.


B΄ και Γ΄ MOIPA

Ήλιε μου, η κόρη σου Oμορφιά

σε λόγο, σε ήχο, ή ζωγραφιά.

Φαντάζει, νείρεται και ηχεί,

μες στην απάρθενη ψυχή.


H Γ΄ MOIPA

Mες στην ψυχή μας χύνει απ' τ' άστρα

ρυθμό. Nιώθουμε θέρμη πλάστρα

κι ανάβει τραγουδίστρα μέθη.


H A΄ MOIPA

Aυτός των Θεών το κλώσμα γνέθει.


H Γ΄ MOIPA

K' εγώ, στο ξύπνημα του κόσμου,

πρώτη φορά βρήκα το φως μου.

Xρυσή τουλούπα του Ήλιου πήρα,

να κλώσω του άνθρωπου τη μοίρα.


H A΄ MOIPA στη Γ΄

Bάλε στη ρόκα το σκαμάγγι

και γνέθε το που θέλει η Aνάγκη.


H A΄ MOIPA στη B΄

Bάλε δαφνόξυλο στη ζώστρα

και φούντωσε τη σκούλα, Kλώστρα.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΑΙΩΝΑΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία

έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο

κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,

μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους

λαχειοπώλεςδιαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις

τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία

δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,ισολογισμοί,

εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές χρεώγραφα

κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;

«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν

ποτέ απεργία μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές

περηφάνειεςγνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου,

βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα μαζέψουν

νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,

δολλάρια ασημένια

η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται

πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν μεθαύριο

σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,

κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο

θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω

απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας

μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,

τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,

είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση, ο Pοκφέλλερ άρχισε

πουλώντας καρφίτσες.

Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο προστατευτικό σπίτι

με τις πέτρες που μου ρίξατεσ' όλη τη ζωή μου.

Wednesday, May 23, 2007

LUCIANO ERBA ΕΝΑΣ ΜΙΛΑΝΕΖΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΟΦΙΑ προς τιμή του Πίπο Ιντσάγκι




Il circo

Un circo è un circo, anche un piccolo circo.
Il mio paese sembrava più leggero
la sera, quando issata l'alta cupola
le bandiere si alzavano nel cielo,

quando un drin drin di giochi e carabattole
faceva più spediti il cuore e i passi
i colori apparivano più veri
nell'aria nuova, era marzo, era la sera,

soprattutto l'azzurro, la lontana
linea dei monti, il fumo dei camini
e la notte al di là del campanile
che attendeva la fune del funambolo.

Partiva il circo la mattina presto
Furtivo, con trepestìo di pecorelle,
io poichè, fatti miei, stavo già desto
vedevo svanire il circo e poi le stel




Variar del verde

Quel campanile osservato dal treno
che fa una esse tra sambuchi e robinie
non è forse il miglior osservatorio
su altri verdi, di foreste ercinie?

Ecco un tipo di foglie che guadagna
se questo verde di alberi da frutta
so vedi contro un cielo minaccioso
di un temporale colore di lavagna.

Vi è poi un verde selvatico di forre
a mezza costa, sotto i santuari,
che scurisce nel colmo dellíestate:

il sole è alto, l'ombra fa miracoli,
serpeggia il verde da Fatima al Carmelo,
salgo in mezzo ai roveti, guardo il cielo


ΠΕΡΙ ΠΥΓΩΝ





ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Πυγάς αυτός έκρινα τριών· είλοντο γαρ αυταί

δείξασαι γυμνήν αστεροπήν μελέων.

και ρ΄ η μεν τροχαλοίς σφραγιζομένη γελασίνοις

λευκή από γλουτών ένθεεν ευαφίη·

της δε διαιρομένης φοινίσσετο χιονέη σαρξ

πορφυρέοιο ρόδου μάλλον

η δε γαληνιόωσα χαράσσετο κύματι κωφώ

αυτομάτη τρυφερώ χρωτί σαλευομένη.

ή ταυτας ο κριτής ο θεών εθεήσατο πυγάς

ουκέτ΄ αν ουδ΄ εσιδείν ήθελε ταςς προτέρας.



Τους κώλους ο ίδιος έκρινα τριών·

μόνες τους με διάλεξαν δείχνοντας των μελών

τους τη γυμνή την αστραπή.

Στον πρώτο, σφραγισμένο με γελαστές καμπύλες,

λευκή από τους γλουτούς άνθιζε στ' άγγιγμα απαλότητα·

στον άλλον, όπως σηκωνόταν, ρόδιζε η χιονάτη σάρκα

πιο πορφυρή κι απ' το πιο κόκκινο το ρόδο·

και στον τρίτο, που ήταν ήρεμος, γραφότανε σιγαλό κύμα

το δέρμα τρυφερό, καθώς μονάχος του κουνιόταν.

Αν ο κριτής των θεαινών έβλεπε τέτοιους κώλους,

δε θά 'θελε ποτέ να δει παντάπασι τους πρώτους.


μετάφραση Κ. Χωρεάνθης

Monday, May 21, 2007

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ 1868 - 1894 26 χρόνια για ένα τεράστιο έργο




Στο σταυραητό


A πό μικρό κι απ' άφαντο πουλάκι σταυραητέ μου,

παίρνεις κορμί με τον καιρό, και δύναμη κι αγέρα,

κι απλώνεις πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια,

και μες στα σύγνεφα πετάς, μες στα βουνά ανεμίζεις!

Φωλιάζεις μες στα κράκουρα, συχνομιλάς με τ' άστρα,

με τη βροντή ερωτεύεσαι κι απιδρομάς και παίζεις

με τ ΄γρια τ' αστροπέλεκα και βασιλιάν σε κράζουν

του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες.


Έτσι εγεννήθηκε μικρός κι ο πόθος μου στα στήθη,

κι απ' άφαντο κι απ' άπλερο πουλάκι, σταυραητέ μου,

μεγάλωσε, πήρε φτερά, πήρε κορμί και νύχια,

και μου ματώνει την καρδιά, τα σωθικά μου σκίζει,

κ' έγινε τώρα ο πόθος μου αητός, στοιχιό και δράκος,

κ' εφώλιασε βαθιά - βαθιά μες στ' άσαρκο κορμί μου,

και τρώει κρυφά τα σπλάχνα μου, κρυφοβοσκάει τη νιότη.


Μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.

Θέλω τ΄αψήλου ν' ανεβώ, ν' αράξω θέλω, αητέ μου,

μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,

θέλω ν' αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω με σένα.

Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι,

καθημερνή μου κι ακριβή να τάχω συντροφιά μου.


Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι

νάρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι,

να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Θέλω η βρυσούλα, η ρεματιά -παλιές γλυκές μου αγάπες-

να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους.

Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους

να με κοιμίζουν το βραδί, να με ξυπνούν το τάχι

.Και θέλω νάχω στρώμα μου, νάχω και σκεπασμά μου

το καλοκαίρι τα κλαδιά και το χειμώ τα χιόνια.


Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια

θέλω να στρώνω στοιβανιές κι απάνω να πλαγιάζω,

ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι.
Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βελάνια,

θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι.

Θέλω ν' ακούω τρυγύρω μου πεύκα κι οξιές να σκούζουν,

θέλω να περπατώ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια,

θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά - ζερβά να βλέπω.


Θέλω ν' ακούω τα νύχια σου να τα τροχάς στα βράχια,

ν' ακούω την άγρια σου κραυγή, τον ίσκιο σου να βλέπω.

-θέλω.., μα δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια,

και τυραννιέμαι, και πονώ, και σβιέμαι νύχτα - μέρα.
Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο,

και δόσμου τες φτερούγες σου, και πάρε με μαζί σου,

πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος!




ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ:


ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ

Παρ’ την ψυχή μου σταυραϊτέ
Στης άνοιξης τα πράσινα, τα μυστικά λιβάδια
Πάνω ψηλά στα κράκουρα
Στην Πίνδο και τη Λιάκουρα
Χορεύουν μες στα σύννεφα
Κρυστάλλινα καράβια

R
Τα λόγια σου κρυστάλλινα
Τα φέρνει ένα πουλί
Στον κόσμο που τα γυάλινα
Γυαλίζουν πιο πολύ

Παρ’ την ψυχή μου σταυραϊτέ
Εκεί που αρχίζει του έρωτα να τρέχει το ποτάμι
Να πιω την πρώτη του πηγή
Πριν γίνει το όνειρο πληγή
Να πλέξω μες τα χείλη μου
Τραγούδια από ροδάμι

Sunday, May 20, 2007

ΓΙΩΡΓΗ ΚΟΣΤΟΠΡΑΒ 1903-1938 Ο κορυφαίος Ρουμαίος ποιητής της Αζοφικής



ΒΡΑΔΙ

Στ' ουρανού το πέλαο σύννεφα αρμενίζουν,

τ' ένα πίσω απ' τ' άλλο, καραβιών κοπάδι.

Τα παχιά χωράφια γλυκοκυματίζουν,

κουρνιαχτός κανένας στ' όμορφο το βράδι.


Πλήθος περιστέρια σχίσαν τον αγέρα

κι' έφυγαν στη στέπα με γοργά φτερά.

Κι' όμως η φωνή τους έρχεται από πέρα

φορτωμένη αγάπη, πίστη και χαρά.


Είναι οι διαλεχτοί μου, οι ακριβοί μου φίλοι,

μέσα στη ζωή μου φλόγα είναι και φως.

Κ' είν' η γη ομπροστά μου, μεσ' στο ωραίο το δείλι

σά βιβλίο κλεισμένο, θησαυρός κρυφός.


Όλο και βαδίζω σ' ένα δρόμο ίσο

στέκομαι, κοιτάζω- μια έγνοια με κρατεί.

Πόσους έχω αφήσει τέτιους δρόμους πίσω,

πόσοι ομπρός μου δρόμοι μένουν απλωτοί;


Μέσα μου φυλάγω ανέγγιχτη ακόμα

την ορμή της νιότης, της ζωής τη μπόρα

Γύρω μου ανασαίνει στις πλαγιές το χώμα

κι' ο πυρός αγέρας δροσερεύει τώρα.


Σύννεφα αρμενίζουν σαν καράβια ωραία,

στου βουνού την ούγια φάνη η νιά σελήνη.

Και χτυπά η καρδιά μου, δυνατή και νέα.

Μιά ζεστήν αγάπη στα βαθιά της κλείνει.


(Λογοτεχνική απόδοση Θ.ΠΙΕΡΙΔΗ)

Thursday, May 17, 2007

ΛΕΥΚΟ ΜΠΑΛΕΤΟ ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΣΕ ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΣΑΒΒΙΔΗ ΜΑ ΖΕΧΡΑ ΤΗ VANESSA LORENZO



ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ


Της φαντασίας το καράβι θα σαλπάρει

φεύγουμε απόψε στων ερώτων το νησί

χλωμός πιλότος μας θα είναι το φεγγάρι

ναύτης εγώ και πλοίαρχος μου θα 'σαι εσύ


Απόψε θα πνιγούμε στα φιλιάκαι

θα 'ναι κύματα τα χάδια

κι οι γλάροι τα γοργόφτερα πουλιά

λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια


Κι όταν φυσάει το μαϊστράλι

αγκαλιαστοί κι αγάλι αγάλι

με το καράβι των ονείρων το τρελό

θα ρίξουμ' άγκυρα στης λήθης το γιαλό



ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ


Πέρα στο Γεντί Κουλέ τα κάστρα γκρεμούν

στον πόνο τους πνιγμένοι μέρα νύχτα τραγουδούν

δερβισάδες κι οι καρδιές βαρυγκωμούνπέρα

‘κει στις φυλακές κλεισμένος κι εγώ

για σένα καρδιοκλέφτρα τον σεβντά μου τραγουδώ

με λουλάδες μαστουρώνω και μεθώ


Για σένα ισοβίτης στο Γεντί Κουλέ θρηνώ

αμάν άμαν τον σεβντά μου τραγουδώ

Πέρα στο Γεντί Κουλέ ακούς μια φωνή

και παίζει το μπουζούκι με καημό να τραγουδεί

στο σκοτάδι μια αγάπη να θρηνεί

μέσα εδώ στις φυλακές ημέρες περνώ

με στεναγμό και πόνο τον σεβντά μου τραγουδώ

και ματώνω μαστουρώνω και μεθώ


Για σένα ισοβίτης στο Γεντί Κουλέ θρηνώ

αμάν άμαν τον σεβντά μου τραγουδώ



ΕΙΠΑ ΝΑ ΣΒΗΣΩ ΤΑ ΠΑΛΙΑ


Είπα να σβήσω τα παλιά

να κλείσω τα τεφτέρια

και σαν δυο φίλοι καρδιακοί

να δώσουμε τα χέρια


Πάνω στην κρύα σου καρδιά

χωρίς καιρό να χάσω

έριξα πάλι μια ζαριά

κι έφερα δύο κι άσσο


Όπου φυσάει ο βοριάς

σε παίρνει και σε πάει

είσαι γυναίκα μιας βραδιάς

ψεύτικα που αγαπάει



ΕΝΝΟΙΑ ΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ


Πέρα στη Χασιά η Αναστασιά παίρνει ένα λεβέντη κι άναψε το γλέντι.

Μα ο Νώτης απ' τα Σπάτα π' αγαπά τη μαυρομάτα

ντροπιασμένος τώρα κλαίει και με τη φλογέρα λέει:

Έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά

θα 'ρθω γιατί το 'χω άχτι κι όλα θα ντα κάνω στάχτη.


Με τη σούστα που θα ζέψω ένα βράδυ θα σε κλέψω

έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά.


Ψήνουν δέκα αρνιά μες στη γειτονιά κι άνοιξαν βαρέλι που 'χε κοκκινέλι.

Κι αν μες στου χωριού την βρύση τον χορό έχουνε στήσει,

πάλι ακούγεται από πέρα μια φωνή μες στον αγέρα:

Έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά

θα 'ρθω γιατί το 'χω άχτι κι όλα θα ντα κάνω στάχτη.


Με τη σούστα που θα ζέψω ένα βράδυ θα σε κλέψω

έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά.



ΖΕΧΡΑ


Μες στους δρόμους της Βαγδάτη

ςείδαν τη κορμοστασιά της

και ζηλέψανε.

Και μια νύχτα δίχως άστρα

μπήκαν στα ψηλά τα κάστρα

και την κλέψανε.


Έτσι το ΄θελε η Τύχηκαι

η Ζεχρά σε έναν σεΐχη

παραδόθηκε.

και από τότε στο φεγγάρι

κλαίει κάποιο παλικάρι

που προδόθηκε.


Ζεχρά,

πίστεψε με, Ζεχρά,

πως πονώ κι υποφέρω

δε σε λησμονώ.

Ζεχρά,

με δυο χείλη ωχρά

τ΄όνομά σου προφέρω,

κλαίω και θρηνώ.


Γύρω μου είν΄ όλα νεκρά,

σου τ΄ορκίζομαι Ζεχρά.



Η CHRISTINA AGUILERA ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΖΑΓΟΡΑΙΟ



ΕΙΧΑ ΕΝΑ ΡΙΓΕ ΣΑΚΑΚΙ


Είχα ένα ριγέ σακάκι διπλοσταυροκουμπωτό

το φορούσα με μεράκι σαν ερχόμουν να σε δω

Τώρα κρέμεται στο ράφι ξεχασμένο κι ορφανό

το παλιό ριγέ σακάκι μου το διπλοσταυροκουμπωτό


Ξεχασμένη ξεγραμένη μες στο ράφι όμως μένει

κι η μεγάλη μας αγάπη αγκαλιά με το σακάκι μου

το σταυροκουμπωτό το διπλοσταυροκουμπωτό


Κάθε μέρα μου γκρινιάζει η μανούλα μου γι αυτό

θέλει λέει να το δώσει σε κανένα πιο φτωχό

μα δεν ξέρει πως για μένα είναι άγιο φυλαχτό

το παλιό ριγέ σακάκι μου το διπλοσταυροκουμπωτό





ΝΤΕ ΛΑ ΜΑΓΚΕΝ


Έ ντε λα μαγκέν ντε Βοτανίκ,

άλα πι και φικέ ξηγιέτ'

α λε λεπτίκ.


Στα ντε μπουζουκέν

ντε καμπαρέ,

άλα ντε δικό μας ο καρέν.


Άντε λα φουμέντο

και μαστουριόρε

με τε γκομενέτε ο τεκέ

και η Αγγέλω πατημέντο,

φλόκο ντ' αργιλέ.


Έστε μάγκας,

έστε μπελαλίκ,

λα ντε Βοτανικό ο πιό νταήκ


κι έντρεμεν

ντρε κάργα ντε μαγκέ

γιατί φτιαξάρε

στο μινούτο ντε δουλειέν.


Άντε λα φουμέντο

και μαστουριόρε

με τε γκομενέτε ο ντεκέ

και η Αγγέλω πατημέντο,

φλόκο ντ' αργιλέ. (δις)




ΣΒΗΣΑΝ ΤΑ ΑΣΤΡΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ


Σβήσαν τ' άστρα τ' ουρανού κι όμως δεν κοιμάμαι

όλο μου 'ρχεσαι στο νου όλο σε θυμάμαι

ο πόνος δε περνάει με τον καιρό

αφού να σε ξεχάσω δε μπορώ


Έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου

κι ακόμα σ' έχω στην καρδιά μου


Είναι άλλοι που ξεχνούνκι αγαπούνε πάλι

μα εγώ δεν προσπαθώνα βρω αγάπη άλλη

για σένα κάθε βράδυ ξενυχτώ

στα όνειρά μου να 'ρθεις σε ζητώ

Wednesday, May 16, 2007

Η ΣΑΡΑΠΟΒΑ ΣΤΟ ΤΕΡΑΙΝ ΣΥΛΛΟΓΑΤΑΙ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ






ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΥ...


Όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως

να 'χω πεθάνει πριν από καιρούς.

Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος,

και γράφω με το δάκτυλο σταυρούς.


Όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται

μιαν ώρα που περάσαμε μαζί,

σ' εκείνη τα βιβλία μου λησμονούνται,

σ' εκείνη το ρολόι ακόμα ζει.


Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα,

ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό.

Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα,

κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.


Κανένας, ούτε ο ήλιος, πια δε μπαίνει.

Το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί

στην ώρα κείνη ακόμα, που σημαίνει,

αυτή μονάχα, βράδυ και πρωί.


Δεν ξέρω δω ποιος είναι τώρα ο τόπος,

σε ξέρω ποιος χαράζει τους σταυρούς,

κι όλα τα πράγματα έμειναν όπως

να χω πεθάνει πριν από καιρούς




ΣΑΝ ΔΕΣΜΗ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ


Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτό.

Κάποια χρυσή, λεπτότατηστους δρόμους ευωδιά.

Και στην καρδιά

αιφνίδια καλοσύνη.

Στα χέρια το παλτό,

στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.

Ηλεκτρισμένη από φιλήματα

θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.

Η σκέψις, τα ποιήματα,

βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.

Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε

το καλοκαίρι αυτό.

Για ποιον ανέλπιστη χαρά,

για ποιες αγάπες

για ποιο ταξίδι ονειρευτό.









ΝΑΘ. ΔΟΜΕΝΕΓΙΝΗΣ







Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ


Σοφό πουλί που νύχτα βασιλεύεις

κι αχτίδασ φωτεινής μισείς τα κάλλη

εσύ που με δικό σου γως γυρεύεις

να φεύγεις δανεικού φωτός τη ζάλη


Στο μαύρι θόλο του ουρανού αγναντεύεις

καθάρια τη Διαφάνεια τη Μεγάλη

και μες στα μυστικά της ταξιδεύεις

και φθάνεις μεσ στου Αγνώστου την αγκάλη


Εκεί μονάχα συναντάς τη Γνώση,

αυτή, που τη ζητούν στον Ήλιο τόσοι

παλεύοντας στη ζάλη του φωτός του


το πνεύμα τους σκοτίζοντας εμπρός του,

από τη νύχτα βγάζεις τη σοφία

από το Χάος τη Δημιουργία
Αυτό το ποίημα γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1917
σημαδιακή χρονολογία
Η anna koyrnikova κάτι θα έχει ακούσει
από τους παπούδες της

Tuesday, May 15, 2007

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ Τρελλός μουσώνας ράγισε




Mουσώνας


Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.

Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.

Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.

Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.


Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.

Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;

Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.

Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.


Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.

Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.

Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος

τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.


Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,

τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.

Μα ένα πουλί μου μύνησε πως κάποιος άλλος σ' τα 'πε

κάποιος , που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.


Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.

Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,

όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.

Τι θά 'δινα - ''Πάψε, Σεβάχ'' - για να 'μουνα παιδί!


Αυγή, ποιός δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;

Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.

Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,

στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.


Ινδικός Ωκεανός 1951




ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ




Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Γκαϊφύλιας


Το "Κορινθία" σάλπαρε και το "Απολλωνία"

κι η βάρδια σου τελείωσε μια νύχτα του Φλεβάρη

πάρε μαζί σου στα φριχτά του Άδη τελωνεία

του μαραμπού το γρύλλισμα λαθραίο μες τ' αμπάρι


Οι ζωγραφιές στο στήθος σου σαν φάρος θα φωτίζουν

όσους δεν αξιώθηκαν να χουν ένα ρραβέρσο

και στη στεριά παντοτινά μένουνε και σαπίζουν

ένα χωράφι σκάβοντας που μένει πάντα χέρσο


Με τον Μαρκόνη σου στειλα ένα στερνό ραπόρτο

να μάθεις πως βουλιάζουμε σ αυτήν εδώ τη ζήση

ένα παράξενο μασάει ο κόσμος τώρα χόρτο

όμως δε μοιάζει με κοκό ούτε και με χασίσι
Η εικονιζόμενη Maria Butyrskaya είναι παγοδρόμος...
ή παγοθραυστικό;

Monday, May 14, 2007

ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ και πάλι





ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ
1891-1950


Μαλαισιανά τραγούδια
XVII

Είμαι το ρυάκι σου
που μέθυσε με δυόσμο

Σκύψε πάνω μου
για να σου μοιάσω

Κολύμπησε μέσα μου
να νιώσεις πως τρέμω

Φάε τα ψάρια μου
να μ’ αφανίσεις

Πιες με
να με στερέψεις

Αγάπησέ με
Θα σε συντρέξω να πνιγείς


XX

Στο φιλί σου πιο βαθύ κι απ’ το θάνατο
νιώθω τη λύσσα σου να ξαναμπείς στη γη
να γυρίσεις πίσω στο χάος σου

Λιώνεις
χάνεσαι
σύννεφο πέφτεις
ποτάμι τρέχεις στη θάλασσά σου

Κι σάρκα μου σε δέχεται σαν ένα μνήμα


XXV

Σκεπάστηκα με εφτά πέπλα
για να με ξεσκεπάσεις
εφτά φορές

Μυρώθηκα μ’ εφτά μύρα
για να με μυρίσεις
εφτά φορές

Σου είπα εφτά ψέματα
για να με αφανίσεις
εφτά φορές

μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς


Η νεαρά λέγεται Σβετλάνα Κορκίνα και είναι αθλήτρια της ενόργανης

Sunday, May 13, 2007

ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ












Αφού εμμέσως συμφωνεί και ο κ. Κεντρωτής, το στέλνω



ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ Δ. ΚΕΝΤΡΩΤΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑ ΤΟΝ ΚΡΑΤΥΛΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Τα όνειρα του βίου μου περάτωνα
Και έθετα τις βάσεις και τον στύλο
Και ξάφνου ανακάλυψα τον Πλάτωνα
Και μέθυσα διαβάζοντας Κρατύλο

Στο τέλος έτσι πάντοτε τα σκάτωνα
Μου το ’λεγε κι η θεια μου η Κοντύλω
Θα είσαι πάντα με τους αποκάτωνα
Που σ’ έκανε ο Θεός φευγάτο κι ερωτύλο

Κι εγώ τις λέξεις και τις φράσεις μου αιμάτωνα
Και έρρεαν φωνήεντα και τόνοι
- Αγαπητέ μου Πλάτωνα
- Αγαπητέ Αντώνη;
Τον νου μου και τη σκέψη αναστάτωνα
Καιρός είπες να πέσουνε οι τόνοι

Κι όπως την ένταση του βίου μου ελάττωνα
Και έλεγα να πέσω στη ραστώνη
Φάτονα ρε, σ’ ακούω, φάτονα
Που θέλει να κουνήσει και σεντόνι
Τον βάζελο. Άλα τις Πλάτωνα!
Και γαύρος και μόρτης και γατόνι;

Κι όσο περνούσε ο καιρός και όλο πάτωνα
Στο διάολο είπα όλα να τα στείλω
Να μην ξαναδιαβάσω Πλάτωνα
Να μην ακούσω πάλι για Κρατύλο
Γιατί θα είμαι πάντα με τους αποκάτωνα
Άτιμη ζωή παλιοξεφτίλω
(Δεν άκουγα τη θεια μου την Κοντύλω;)

Αχ… αν είχαν πέραση οι ρίμες, τα σονέτα
Θ’ αγόραζα μια μέρα μαιζονέτα


Από Αντώνη Παπαΐωάννου
Η κυρία ονομάζεται Lola Ponce και κάθεται
Ακαδημία Πλάτωνος

Анна Ахматова




М.А.Горенко


Весенним солнцем это утро пьяно,

И на террасе запах роз слышней,

А небо ярче синего фаянса.

Тетрадь в обложке мягкого сафьяна;

Читаю в ней элегии и стансы,

Написанные бабушке моей.


Дорогу вижу до ворот, и тумбы

Белеют четко в изумрудном дерне.

О, сердце любит радостно и слепо!

И радуют пестреющие клумбы,

И резкий крик вороны в небе черной,

И в глубине аллеи арка склепа.


2 ноября 1910, Киев



Μ. Α. Γκορένκο

Από τον Ανοιξιάτικο ήλιο μέθυσε το πρωί

Το άρωμα των ρόδων ποντίζει τη γη

Ο ουρανός πιο φωτεινός κι από το πιο λαμπρό μπλε

Στο σημειωματάριο με το μαλακό εξώφυλλο

διαβάζω ελεγείες και στίχους

που έχω γράψει στη γιαγιά μου


Βλέπω τον δρόμο και την άσπρη πέτρα

που μεταμορφώνεται σε σμαραγδένια τύρφη.

Οι αγάπες στην καρδιά χτυπόυν δυνατά.

Τα πολύχρωμα λουλουδένια κρεββάτια στρώνονται στη γη

Η κραυγή του ναύρου κόρακα σκίζει τον ουρανό.

Στο βάθος του δρόμου η αψίδα του τάφου


2 Νοεμβρίου 1910, Κίεβο.


Μετάφραση Αντώνη Παπαϊωάννου
Στη φωτογραφία η Αntonia Liskova. Δε νομίζω να περιμένατε να βάλω την Αχμάτοβα

Friday, May 11, 2007

UMBERTO SABA






Teatro degli Artigianelli

Falce martello e la stella d'Italia
ornano nuovi la sala. Ma quanto
dolore per quel segno su quel muro!

Esce, sorretto dalle grucce, il Prologo.
Saluta al pugno; dice sue parole
perché le donne ridano e i fanciulli
che affollano la povera platea.
Dice, timido ancora, dell'idea
che gli animi affratella; chiude: "E adesso
faccio come i tedeschi: mi ritiro".
Tra un atto e l'altro, alla Cantina, in giro
rosseggia parco ai bicchieri l'amico
dell'uomo, cui rimargina ferite,
gli chiude solchi dolorosi; alcuno
venuto qui da spaventosi esigli,
si scalda a lui come chi ha freddo al sole.

Questo è il Teatro degli Artigianelli,
quale lo vide il poeta nel mille
novecentoquarantaquattro, un giorno
di Settembre, che a tratti
rombava ancora il canone, e Firenze
taceva, assorta nelle sue rovine.
Η κυρία είναι Ιταλίδα Ατρίτσε και μις Ιτάλια 2003
και λέγεται Anna Kanakis ( Μάλλον δικιά μας είναι)

NATALIA ESTRADA Αφιερωμένη εξαιρετικά στον Βικέντιο Καρμπονάρο και τον Κριστιάνο Βιθέντε


Thursday, May 10, 2007

ΜΑΙΤΡ ΜΠΕΚΡΗΣ

ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ


ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζίκ
άποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου-
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .



Στάδιον δόξης


Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη
(με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα).
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι —
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι - σου — όλοι εμείς — φασουλήδες,
νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι
μεταξύ-τους — για ρόλους-των — κάθε μια-μου αηδία,
κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις
με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει
(αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει)
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη
σαν από —τεμπεσίρι...



Κι ένα του φίλου της iren Αντώνη Παπαϊωάννου:

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ

Του λόγου σου τα όπαλα
Του νου σου οι Ερινύες
Σα θυμωμένα ρόπαλα
Χυμούν απ’ τις γωνίες

Να ‘χα της σόλας το πατί
Που όλα του κόσμου τα πατεί
Κι ένα ουράνιο δέος
Και να ‘μουν Χαλκιδαίος

R
Κι μόλα να μοιάζουνε σαν όπως
Να ‘χει μεθύσει αυτός ο τόπος

Τα λόγια σου θείο τραγί
Πηδούν σα να ‘χουν εκραγεί
Μες του Ευρίπου το άγιο μπλουμ
Και μια κερά ναι Ουλαλούμ

Να ‘ταν φεγγάρι να ‘ρχονταν
Γενάρη για Φεμπράγιο
Και να μας δέσει άρχοντα
Στης τρέλας το μουράγιο

Το τελευταίο τετράστιχο οφείλεται στον Γιώργο Κεντρωτή


Tuesday, May 8, 2007

EMMANOYELA FOLLIERO (Κι ας λέει ο Μένανδρος)


ΜΟΝΟΣΤΙΧΕΣ ΓΝΩΜΕΣ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ (342 - 292 π.Χ) περί Γάμου και Γυναικών

Γαμείν ο μέλλων εις μετάνοιαν έρχεται

Ζευχθείς δε γάμοισι ουκέτ' έστ' ελεύθερος

Ήθος προκρίνειν χρημάτων γαμούντα

Ο μη γαμών άνθρωπος ουκ έχει κακά

Ράον βίον ζης ήν γυναίκα μη τρέφης

Ωτρισκακοδαίμων όστις πένης γαμεί

Άξεις αλύπως τον βίον χωρίς γάμου

Γυναιξί πάσαις κόσμον η σιγή φέρει

Γυνή το σύνολον εστί δαπανηρόν φύσει

Γυνή γαρ ουδέν οιδε, πλην ό βούλεται

Γυνή γυναικός πώποτ' ουδέν διαφέρει

Γάμει δε μη την προίκα,την γυναίκα δε

Γυναίκα θάπτειν, κρείσσον εστίν ή γαμείν

Μη λοιδόρει γυναίκα, μηδέ νουθέτει

Τρισάθλιος γυναικί πιστεύων ανήρ

Πολλοί γυναικών δυστυχούσιν ένεκα

Ως εστ' άπιστον η γυναικεία φύσις


(Το τελευταίο το έλεγε κι ο Χατζηχρήστος στο "Της κακομοίρας" ως εξής: Το φιλισόφησα, πάσα γυνή άπιστος)

ANTOINE POL KAI GEORGES BRASSENS



Aux baisers qu’on n’osa pas prendre
Les PassantesΠοίημα του Antoine Pol (1888-1971)
Το ποίημα μελοποίησε και τραγούδησε ο Georges Brassens (1921-1981).
Ακούστε τον στο: http://filboid-studge.blogspot.com/

Je veux dédier ce poème
A toutes les femmes qu'on aime
Pendant quelques instants secrets
A celles qu'on connait à peine
Qu'un destin différent entraîne
Et qu'on ne retrouve jamais

A celle qu'on voit apparaître
Une seconde à sa fenêtre
Et qui, preste, s'évanouit
Mais dont la svelte silhouette
Est si gracieuse et fluette
Qu'on en demeure épanoui

A la compagne de voyage
Dont les yeux, charmant paysage
Font paraître court le chemin
Qu'on est seul, peut-être, à comprendre
Et qu'on laisse pourtant descendre
Sans avoir effleuré la main

A celles qui sont déjà prises
Et qui, vivant des heures grises
Près d'un être trop différent
Vous ont, inutile folie,
Laissé voir la mélancolie
D'un avenir désespérant

Chères images aperçues
Espérances d'un jour déçues
Vous serez dans l'oubli demain
Pour peu que le bonheur survienne
Il est rare qu'on se souvienne
Des épisodes du chemin

Mais si l'on a manqué sa vie
On songe avec un peu d'envie
A tous ces bonheurs entrevus
Aux baisers qu'on n'osa pas prendre
Aux cœurs qui doivent vous attendre
Aux yeux qu'on n'a jamais revus

Alors, aux soirs de lassitude
Tout en peuplant sa solitude
Des fantômes du souvenir
On pleure les lèvres absentes
De toutes ces belles passantes
Que l'on n'a pas su retenir

Monday, May 7, 2007

ΝΙΚΟΣ ΒΕΛΜΟΣ (Από το περιοδικό Φραγγέλιο)

«Κι έχετε μούτρα να διαμαρτυρόσαστε για το αν ήταν ή όχι μπεκρής ο Σολωμός. Καθάρματα, γιατί δεν διαμαρτυρόσαστε για τους άδικους νόμους που γίνονται αφορμή να το ρίχνουν στο πιοτό οι Σολωμοί και να πεθαίνουν; Καθάρματα, νά μέσα στα μάτια σας ψοφάει από τη δυστυχία ένας μεγάλος Θωμάς Οικονόμου, ένας Παπαδιαμάντης, ένας Κρυστάλλης, ένας Μαρτζώκης… και ποιον μωρέ να πρωτοπούμε και να πρωταφήσουμε… και πόσοι νέοι Σολωμοί απ’ τη δυστυχία δε θάχουνε χαθεί μέσα σ’ άλλα επαγγέλματα και δεν τους ξέρουμε; Ναι κακούργοι, πέθανε απ’ το ούζο, απ’ το μπεκριλίκι ο Σολωμός μας και ξέρετε; Τον πεθάνατε οι όμοιοί σας!»

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ 1905 - 1932

------------

«Σιγά-σιγά. μη βιάζεσαι ζωή. Φρόνιμα τώρα.
Τα θέλγητρά σου σπάταλα κι αν σκόρπιζες μπροστά μου,
εγώ σου ακριβοπλήρωσα τ' απατηλά σου δώρα,
μ' όλους, θαρρώ τους πόθους μου και μ' όλα τα όνειρά μου.

Το βλέπω πια. υστερόβουλη, ζωή, μου εφάνεις. Τώρα
στάλα τη στάλα ράθυμα θα πιω το νέο ποτήρι.
κι αν είναι αργά και θάνατός μου γίνει απά στην ώρα
Θα μ' εύρει σαν τον άτρομο, καλό καραβοκύρη


----------------

Ν' αποξεχνιέμαι
κι ώρες να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι

Να μη ταράσσει
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός
την αίσθησή μου, ουδ' όσο φύλλων θρος
τα ησυχασμένα δάση

Ώ έσφιξαν τώρα
οι μέρες. Οι ώρες στένεψαν πολύ.
Η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί
που καρτερεί τη μπόρα.

Μαζί να πλέμε
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός.
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως
να πνέω και να διαλυέμαι

--------------

Τα ξωτικά μου πήρανε το νου
κι εκεί που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη
απ' τα ριζά του απόγκρεμου βουνού,
σε τούτο εδώ με ρίξανε ακρογιάλι,
π' έχει μπροστά του πέλαο, βράχο πίσω
να μην μπορώ κοντά σας να γυρίσω.

Βοήθεια εγώ καμιά δεν καρτερώ
γιατί πηχτό σκοτάδι μας χωρίζει.
Σα μέσα σ' άλλον έπεσα καιρό
και μια κατάρα ασήλωτη Μ' ορίζει
σε σας μηνώ καθένας να το ξέρει
με τούτο εδώ το μαύρο περιστέρι:

Είναι πολλά στο βίο τα ξαφνικά
κι απ' την οργή της μοίρας φυλαχθείτε,
να μην σας βρουν και σας τα ξωτικά
και κάποιο βράδυ απάντεχα βρεθείτε
στα στοιχειωμένα μέρη στ' ακρογιάλι,
εδώ που αρχίζει η θάλασσα η μεγάλη

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΗΣ Β. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ) 1888 - 1942

ΤΡΑΓΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.

Οι Αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε
τις σκήτες τους στ' αφρόλουστα ακρογιάλια,
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.

Απόψε η Νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας
και Χάροντας απάνου από την κλίνη...
-Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
θα' ρθούν να σαβανώσουν τη Σελήνη...



ΣΤΟΝ ΑΔΗ
-1- Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ' απογείρει.
-2- Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη:
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της Ζωής μας ανάρπαζε κι η Νιότη
μας φούντωνε του αίματος την πύρη.
-3- Οι κοπέλλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.
Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποιά πιο πολύ μας χρύσωνε τα νειάτα.



ΥΠΕΡΑΝΩ
-1- Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νειότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ότι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι
ένθε η ορμή μας ξεπετάει εκεί

-2- επάνω απ' της Αβύσσου τ' άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί.

-3- Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης
δεν γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δε μας ξεγελάσεις,

οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ' τη Ζωή!...


ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΓΙΝΩ...
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης,
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ότι έχω ονειρευτεί...

Sunday, May 6, 2007

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΑΙΞΠΗΡ Από το περιοδικό ΦΟΥΑΓΙΕ που θα κυκλοφορήσει 15 -5 -07

«Το ουσιαστικό με τον Σαίξπηρ είναι η ικανότητα και η αυθεντία του και το γεγονός ότι πρέπει κανείς να τον δεχτεί όπως δέχεται τη φύση, ένα τοπίο, για παράδειγμα, όπως ακριβώς είναι».
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951)

«Το αξιοσημείωτο με τον Σαίξπηρ είναι ότι είναι πραγματικά πολύ καλός – πέρα από το γεγονός ότι όλος ο κόσμος λέει ότι είναι πολύ καλός».
Ρόμπερτ Γκρέιβς (1895-1985)

«Μια σοφιστεία λειτουργεί στον Σαίξπηρ όπως ο καθαρός ορίζοντας για τον ταξιδιώτη».
Μπεν Τζόνσον (1573-1637)

«Ο Σαίξπηρ δεν ανήκε στην εποχή του, ανήκει σε κάθε εποχή!».
Μπεν Τζόνσον (1573-1637)
«Όταν διαβάζω Σαίξπηρ με εκπλήσσει πώς τόσο ασήμαντα πρόσωπα ονειροπολούν και τσακώνονται με τόσο υπέροχη γλώσσα».
D. H. Lawrence (1885-1930)
«Σαίξπηρ: η κοντινότερη ενσάρκωση του ματιού του Θεού».
Λώρενς Ολίβιε (1907-1989)
«Αναρωτηθήκατε πόσα χρωστάμε όλοι – και ιδιαιτέρως οι γυναίκε ς– στον Σαίξπηρ για την υπεράσπιση των γυναικών σε αυτές τις ατρόμητες, πνευματώδεις αποφασιστικές και πανέξυπνες ηρωίδες;».
Έλεν Τέρι (1848-1928)
«Μια από τις μεγαλύτερες μεγαλοφυΐες που υπήρξαν ποτέ, ο Σαίξπηρ, αναμφίβολα ήθελε γούστο».Οράτιος Γουόλπολ (1717-1797)
«Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω με μια φράση τον Σαίξπηρ, θα έλεγα: ανωτερότητα πνεύματος. Νομίζω ότι θα τα είχα ήδη συμπεριλάβει όλα».
Τόμας Καρλάιλ (1795-1881)
«Ανάμεσα σε όλους τους σύγχρονους, ίσως και τους αρχαίους ποιητές, είχε την μεγαλύτερη και πιο κατανοητή ψυχή».
Τζον Ντράιντεν (1631-1700)
«Είναι ο Ιανός των ποιητών. Φοράει σχεδόν πάντα δυο πρόσωπα. Και μόλις αρχίζεις να θαυμάζεις το ένα, περιφρονείς το άλλο».
Τζον Ντράιντεν (1631-1700)
«Ήταν αυτοδίδακτος. Δεν χρειαζόταν τα βιβλία για να διαβάσει τη φύση. Κοίταζε μέσα του και την έβρισκε εκεί».
Τζον Ντράιντεν (1631-1700)
«Ο Άμλετ είναι ένα άξεστο και βάρβαρο έργο... Θα φανταζόταν κανείς ότι είναι προϊόν της φαντασίας ενός μέθυσου».
Βολταίρος (1694-1778) «Ο Σαίξπηρ είναι ένας απολίτιστος μέθυσος με λίγη φαντασία που τα έργα του αρέσουν μόνο στο Λονδίνο και τον Καναδά».
Βολταίρος (1694-1778)
«Οι σχολιαστές στον Άμλετ είναι πραγματικά τρελοί ή απλώς προσποιούνται;». Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900)

«Θα έλεγα ότι κανένα από τα έργα του Σαίξπηρ δεν έχει νόημα, αν και θα ήταν εξίσου λάθος να πω ότι ένα έργο του Σαίξπηρ δεν έχει νόημα».
Τ. Σ. Έλιοτ (1888-1965)

«Το μυαλό και το χέρι του πήγαιναν μαζί και εκείνο που πίστευε το εξέφραζε με τέτοια ευκολία, που σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε μουτζούρα στα γραπτά του».
Οι εκδότες του Σαίξπηρ Heminges and Condell

«Εκείνο που με κάνει να πιστεύω ότι τα έργα του Σαίξπηρ έχουν ολοκληρωθεί από μια ομάδα, δεν είναι το ότι αμφισβητώ την πιθανότητα να έχουν γραφτεί από έναν μόνο άνθρωπο, ούτε το ότι είναι αρκετά προικισμένος αυτός ο άνθρωπος ως ποιητής, ούτε το ότι είναι αρκετά ικανός από πλευράς τεχνικής, ούτε το ότι είναι αρκετά καλλιεργημένος για να το έχει κάνει. Είναι μάλλον το γεγονός ότι στα έργα του, σε ό,τι αφορά στη δομή, τη συρραφή τους, αναγνωρίζω τον τρόπο με τον οποίο εργάζεται μια ομάδα. Απ’ αυτή την ομάδα ο Σαίξπηρ ήταν σίγουρα η πιο ισχυρή προσωπικότητα. Έτσι, κλίνω προς την άποψη να θεωρήσω τον Σαίξπηρ σαν ένα είδος προϊστάμενου-δραματουργού».
Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956)

Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΧΑΛΙΜΑ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ

(Το τέταρτο κεφάλαιο)

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΔΙΑΚΟΝΕΥΟΥΝΕΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΕΧΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ

1. Ωστόσο η γυναίκα της Ζάκυνθος είχε στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει.
2. Έβαλε λοιπόν το ζουρλάδι τα μαλλιά της από πίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τάχε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. “Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να πανδρευθείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να βλέπουμε τον κόσμο, και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι να διαβάζουμε τη θεία Γραφή και τη Χαλιμά”.
4. Και αφού την εχάϊδεψε και της φίλησε τα μάτια και τα χείλια, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντας της: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου που είσ' όμορφη και μου μοιάζεις.
5. Και η κόρη που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
6. Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά τη θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζουνται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού. Εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. “Και έτσι δα, πώς; Τι κάνουμε; θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε αναβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτσα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε προσταγές”.
10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: “ʼμ' έχεις δίκαιο. Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και μείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε”.
11. Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: “Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σας έμεινε.
12. ”Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13. ”Και τί σας έλειπε, και τίι κακό είδετε από τον Τούρκο; Δε σας άφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια; Και δόξα σοι ο θεός είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
14. ”Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήσετε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
15. ”Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε παλληκαριές. Οι γυναίκες επολεμούσετε (όμορφο πράμα που ήθελ' ήσθενε με τουφέκι και με βελέσι· ή εβάνετε και βρακί;). Και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε τα άτυχα παλληκάρια της Τουρκιάς ξάφνου.
16. ”Και πώς εμπόρειε ποτέ του να υποφτευθεί τέτοια προδοσία; Τόθελε ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
17. ”Τόσο κάνει και εγώ να μπήξω το μαχαίρι μες στο ξημέρωμα στο λαιμό του ανδρός μου (που να τόνε πάρει ο διάολος).
18. ”Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματα σας κακά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου.
19. ”Καλή, μα την αλήθεια. Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες,
20. ”και όσοι μείνουνε από τον ξολοθρεμό έρχονται στη Ζάκυνθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε”.
21. Λέοντας εσιώπησε ολίγο κοιτάζοντας μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
22. “Και έτσι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναί ή όχι; Και τώρα δα τί ακαρτερείτε; Ευρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να μιλώ;
23. ”Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε. Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νάναι μια θαράπαψη για όποιον δεν ντρέπεται.
24. ”Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; έχω δουλειά”. Και φωνάζοντας τέτοια δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
25. Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα και εγκρίλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληγορικό και το αλληθώρικο έσιαξε. Και εγίνηκε σαν την προσωπίδα την ύψινη οπού χύνουνε οι ζωγράφοι εις τα πρόσωπα των νεκρών για να...
26. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει στην πρώτη της μορφή έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνιωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμου.
27. Και η θυγατέρα της κοιτάζοντας την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστόχησαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χωρίς να κάμουνε ταραχή.
28. Ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
29. “Πως μου χτυπάει, Θέ μου, η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή!
30. ”Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες.
31. ”Αλλά εσύ, κόρη μου, δε θε νάσαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τις άλλες γυναίκες του τόπου μου!
32. ”Κάλλιο θάνατος. Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχθηκες. Έλα, στάσου ήσυχη, γιατί αν αναδευτείς από αυτήν την καθίκλα, κράζω ευθύς οπίσω εκείνες τές στρίγλες και σε τρώνε”.
33. Και οι δούλοι είχαν πάγει στο μαγερειό χωρίς να καρτερέσουν την προσταγή της γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
34. Και η γυναίκα ετότες εμπήκε στο δώμα της.
35. Και σε λίγο έγινε μεγάλη σιωπή και άκουσα το κρεβάτι να τρίξει πρώτα λίγο και κατόπι πολύ. Και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί.
36. καθώς κάνουν οι βαστάζοι όταν οι κακότυχοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.
37. Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος. Και ό,τι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της γυναικός οπού ανέβαινε.