ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ
Της φαντασίας το καράβι θα σαλπάρει
φεύγουμε απόψε στων ερώτων το νησί
χλωμός πιλότος μας θα είναι το φεγγάρι
ναύτης εγώ και πλοίαρχος μου θα 'σαι εσύ
Απόψε θα πνιγούμε στα φιλιάκαι
θα 'ναι κύματα τα χάδια
κι οι γλάροι τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια
Κι όταν φυσάει το μαϊστράλι
αγκαλιαστοί κι αγάλι αγάλι
με το καράβι των ονείρων το τρελό
θα ρίξουμ' άγκυρα στης λήθης το γιαλό
ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
Πέρα στο Γεντί Κουλέ τα κάστρα γκρεμούν
στον πόνο τους πνιγμένοι μέρα νύχτα τραγουδούν
δερβισάδες κι οι καρδιές βαρυγκωμούνπέρα
κει στις φυλακές κλεισμένος κι εγώ
για σένα καρδιοκλέφτρα τον σεβντά μου τραγουδώ
με λουλάδες μαστουρώνω και μεθώ
Για σένα ισοβίτης στο Γεντί Κουλέ θρηνώ
αμάν άμαν τον σεβντά μου τραγουδώ
Πέρα στο Γεντί Κουλέ ακούς μια φωνή
και παίζει το μπουζούκι με καημό να τραγουδεί
στο σκοτάδι μια αγάπη να θρηνεί
μέσα εδώ στις φυλακές ημέρες περνώ
με στεναγμό και πόνο τον σεβντά μου τραγουδώ
και ματώνω μαστουρώνω και μεθώ
Για σένα ισοβίτης στο Γεντί Κουλέ θρηνώ
αμάν άμαν τον σεβντά μου τραγουδώ
ΕΙΠΑ ΝΑ ΣΒΗΣΩ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
Είπα να σβήσω τα παλιά
να κλείσω τα τεφτέρια
και σαν δυο φίλοι καρδιακοί
να δώσουμε τα χέρια
Πάνω στην κρύα σου καρδιά
χωρίς καιρό να χάσω
έριξα πάλι μια ζαριά
κι έφερα δύο κι άσσο
Όπου φυσάει ο βοριάς
σε παίρνει και σε πάει
είσαι γυναίκα μιας βραδιάς
ψεύτικα που αγαπάει
ΕΝΝΟΙΑ ΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ
Πέρα στη Χασιά η Αναστασιά παίρνει ένα λεβέντη κι άναψε το γλέντι.
Μα ο Νώτης απ' τα Σπάτα π' αγαπά τη μαυρομάτα
ντροπιασμένος τώρα κλαίει και με τη φλογέρα λέει:
Έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά
θα 'ρθω γιατί το 'χω άχτι κι όλα θα ντα κάνω στάχτη.
Με τη σούστα που θα ζέψω ένα βράδυ θα σε κλέψω
έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά.
Ψήνουν δέκα αρνιά μες στη γειτονιά κι άνοιξαν βαρέλι που 'χε κοκκινέλι.
Κι αν μες στου χωριού την βρύση τον χορό έχουνε στήσει,
πάλι ακούγεται από πέρα μια φωνή μες στον αγέρα:
Έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά
θα 'ρθω γιατί το 'χω άχτι κι όλα θα ντα κάνω στάχτη.
Με τη σούστα που θα ζέψω ένα βράδυ θα σε κλέψω
έννοια σου Αναστασιά θα 'ρθω πέρα στη Χασιά.
ΖΕΧΡΑ
Μες στους δρόμους της Βαγδάτη
ςείδαν τη κορμοστασιά της
και ζηλέψανε.
Και μια νύχτα δίχως άστρα
μπήκαν στα ψηλά τα κάστρα
και την κλέψανε.
Έτσι το ΄θελε η Τύχηκαι
η Ζεχρά σε έναν σεΐχη
παραδόθηκε.
και από τότε στο φεγγάρι
κλαίει κάποιο παλικάρι
που προδόθηκε.
Ζεχρά,
πίστεψε με, Ζεχρά,
πως πονώ κι υποφέρω
δε σε λησμονώ.
Ζεχρά,
με δυο χείλη ωχρά
τ΄όνομά σου προφέρω,
κλαίω και θρηνώ.
Γύρω μου είν΄ όλα νεκρά,
σου τ΄ορκίζομαι Ζεχρά.
No comments:
Post a Comment