Sunday, July 15, 2007

ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΚΕΝΤΙΟ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟ

ΛΥΩΜΕΝΕΣ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ ΒΟΥΤΥΡΟΥ

Έπιασα να διαβάζω το πόνημα του Βικέντιου Καρμπονάρου, Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ σε επιμέλεια Γιώργου Κεντρωτή και ανακάλυψα και πάλι τη λογοτεχνία
Κάθε λέξη και μια αφετηρία για νέους κόσμους για νέα σύμπαντα. Και η επόμενη λέξη ακριβώς το ίδιο. Μια νέα αφετηρία, ένας περίτεχνα περιπεπλεγμένος λαβύρινθος που θες να ανακαλύπτεις συνεχώς νέους διαδρόμους κι άλλους κι άλλους και δε θές να γυρίσεις πίσω. Κόβεις το νήμα και το πετάς. Η Αριάνδη - Λαουράνια, αν υπάρχει, δεν βρίσκεται πίσω, είσαι σίγουρος πως περιμένει στην άλλη πλευρά του λαβύρινθου. Αλλά δεν βιάζεσαι να φτάσεις, γιατί αν βγεις και τη βρεις ίσως να τη χάσεις, ενώ όσο αργείς να φτάσεις την κουβαλάς σαν φως που λαμπυρίζει στα τοιχώματα του λαβύρινθου.
Αναγιγνώσκοντας ανακαλύπτεις πάντα καινούργια αισθήματα, καινούργια αρώματα που γεννούν οι καινούργιες λέξεις. Ο κόσμος ξαναφτιάχνεται από την αρχή και ο παλιός ακυρώνεται. Μια γλώσσα που ενώνει τις εύγλωττες χειρονομίες των Μεσογειακών με τις ψυθιριστές σιωπές των ανατολικών, μια γλώσσα που ξεπερνά το φτωχό λεξικό του Μπαμπινιώτη κατά μερικές χιλιάδες λέξεις, μια γλώσσα που ακυρώνει τα παλιά λεξικά και απαιτεί καινούργια. Αλλά άλλου τύπου λεξικά, όχι νοηματικά ή ερμηνευτικά, αλλά λεξικά αρωμάτων, αφού κάθε λέξη έχει κι ένα διαφορετικό άρωμα που σου ρχεται να σκύψεις στη σελίδα και να το μυρίσεις. Φθινοπωρινή ευδία και λυωμένες καραμέλες βουτύρου.
Λέξεις λεπτές, λεπτεπίλεπτες, λεπταίσθητες, λέξεις που τρέχουνε με ρυθμό υπερηχητικού τραίνου και προλαβαίνουνε εν τούτοις και περιγράφουνε υπαρκτούς κι ανύπαρκτους κόσμους με απίστευτη ακρίβεια. Ανύπαρκτους; Όχι. Κόσμοι που εγκαινιάζονται και πλέον είναι κτήμα μας. Αυτή δεν είναι και η πεμπτουσία της ποίησης; Λέξεις που ηρεμούν τη φουρτούνα της ψυχής με την ωραιότητά τους, λέξεις... λεξοτανίλ, αφού ξέρω πόσο ο Βικέντιος αρέσκεται σε λογοπαίγνια.
Λέξεις που δεν ανήκουν σε χώρα αλλά αποκτούν διακρατική ισχύ, που έχουν ένα αντίκρυσμα, μια προβολή σε ένα νέο τοπίο σε μια νέα γλωσσική πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν αυτό πρεσβεύει στο αμφιθέατρο ο Γ.Κ. αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτό που θα μαθαίνει στους φοιτητές του είναι πως η μετάφραση δεν είναι η μεταφορά λέξεων και νοημάτων από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια γλώσσα στην άλλη, αλλά με αφορμή τη μια γλώσσα, η δημιουργία μιας νέας, πιο πλούσιας πιο περιεκτικής, πιο ποιητικής ευρύτερης των λεξικών που ανοίγει το μυαλό και μας κάνει πιο πλούσιους, πιο ανοιχτους, μια γλώσσα εν δυοίν και πάει λέγοντας.
Αν αυτό διδάσκει ο Γ.Κ. και δεν έχω λαθέψει, τότε Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ είναι το πολυτιμότερο και πιο αντιπροσωπευτικό εγχειρίδιο της επιστήμης του.
Δεν κρύβω πως οι πρώτες σελίδες μου δημιούργησαν μια προκατάληψη για τις επόμενες. Μαθημένος και κουρασμένος από την "γνωστή" μας λογοτεχνία, φοβήθηκα μήπως βρεθώ στο άλλο άκρο παγιδευμένος σε μια λεξιλαγνεία που θα κάνει την ανάγνωση ακόμα πιο κουραστική. Και ω του θαύματος, οι λέξεις που όπως προείπα, γεννούσαν πρωτόγνωρους κόσμους, η γνώση και η περιγραφή υπαρκτών, αλλά άγνωστων στον αναγνώστη και άρα ανύπαρκυων κόσμων δημιούργησαν μια απίστευτη απόλαυση του κειμένου {κάτι που μας απασχολούσε από τα φοιτητικά χρόνια με τον Μπαρτ και το Λακάν)που μόνο με την ανάνωση -και μη μου καταλογίσετε ιεροσυλία- κειμένων του Μπόρχες, του Μάρκες αν δεν συγκρίνεται τουτλάχιστον αναλογίζεται.
Για όποιον δεν κατάλαβε Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ είναι ένα παγκόσμιο κείμενο της λογοτεχνίας, για πολλούς λόγους και μόνο ως τέτοιο μπορούμε να το αποτιμήσουμε είτε με ανθουσιαστικά σχόλια, είτε΄-όλα στο παιχνίδι είναι - με επιτημιτικά. Σίγουρα όμως δεν εντάσσεται στην εγχώρια - και αποφεύγω άλλους χαρακτηρισμούς - λογοτεχνία.
Και για να τελειώνουμε, όποιος Έλληνας έχει διαβάσει πένβτε δέκα βιβλία στη ζωή του, δεν μπορεί πλέον να μην έχει τον ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟ στη βιβλιοθήκη του ως σημείο αναφοράς. Μη με θεωρήσετε υπερβολικό. Όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι σπάνια εκφράζω τοιουτοτρόπως τον ενθουσιασμό μου, όπως ξέρουν επίσης ότικάτι "κόβει" και το μάτι μου.
Κι επειδή εκφράζομαι προσωπικά χίλια ευχαριστώ για τη ευδία γάβρε Βικέντιε

4 comments:

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ said...

Αγαπητέ Μένανδρε,
Δεν θα σταθώ στο υπέραυχον και υπερβολικό σχόλιο σου, όπως παραδέχεσαι στο τέλος του διθυράμβου σου. Η κατάταξη του συγγραφέα δίπλα σε συγγραφείς, όπως ο Μπόρχες και ο Μάρκες , ελπίζω να οφείλονται στον ενθουσιασμό της πρώτης ανάγνωσης, και μάλιστα όπως αναφέρεις των πρώτων κεφαλαίων. Ένας τέτοιος σχολιασμός ουσιαστικά αποδυναμώνει το κείμενο, γιατί δεν το αφήνει να πραγματοποιήσει τη μοναχική διαδρομή του στην ελληνική λογοτεχνία, να αποτιμηθεί μέσα στο χρόνο, με φόβο αυτό το ευειδές και απολαυστικό μυθιστόρημα, από την ευδία οδηγηθεί ερήμην του στη θυμηδία.
Αυτά σαν πρόλογος και όχι κριτική της κριτικής. Ομολογώ ότι δεν σας γνωρίζω και ίσως αυτό κάνει την επικοινωνία μας πιο ουσιαστική. Μέτρησα λοιπόν στο κείμενό σας 12 φορές τη λέξη «λέξη», σε διάφορες πτώσεις, κα την λέξη «λεξικό» πέντε φορές σε διάφορες πτώσεις. Έχω πρόχειρα την αίσθηση ότι τα κορυφαία ελληνικά μυθιστορήματα δεν στηρίχτηκαν στις λέξεις τους. Στηρίχτηκαν στη γλώσσα τους και στην ιστορία τους που αφηγήθηκαν. Η γλώσσα δεν είναι λέξεις. Είναι νόηση, εν-νόηση, κατανόηση. Οι λέξεις αποκαλύπτουν την ευρύτητά τους όχι στα λεξικά αλλά στα κείμενα. Επειδή λοιπόν μιλάμε για μυθιστόρημα, εδώ οι λέξεις γίνονται γλώσσα, γίνονται τελικά ιστορία. Χάνουν την αυτονομία τους δηλαδή. Ας ονοματίσω πρόχειρα ωρισμένα κείμενα που στηρίζουν την άποψή μου. Στην δεκαετία του 30 τα αφηγήματα του Σκαρίμπα, η «Αντιποίησις αρχής» του Κοτζιά, το «Το τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή,«Το κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, η «Μητέρα του σκύλου» του Μάτεση, ο Κώστας Χατζηαργύρης τη δεκαετία του 50, το «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» της Ζατέλη, πρόσφατα τα διηγήματα του Φάις.
Η γλωσσική ευρύτητα του κ. Κεντρωτή, δεν πρέπει να μας εκπλήσει. Όσοι έχουμε παρακολουθήσει το μεταφραστικό έργο του, γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι αυτό το μυθιστόρημα θα ήταν η καταληκτική πορεία της γλώσσας του. Το ζητούμενο όμως είναι αν η επάρκεια της γλώσσας οδηγεί αυτομάτως και νομοτελειακά στην μυθοπλαστική ικανότητα. Διαβάζοντας λοιπόν ποίηση η ματιά μου, αναμφιβόλως, εστιάζεται στη λέξη. Προσωπικά όταν διαβάζω ένα ποίημα, οι λέξεις είναι μικρές ξέρες που βαδίζω πάνω τους προσεχτικά, σταματώ, ελέγχω, στρέβω το βλέμμα μου βαθιά μέσα τους, ισορροπώ, για να κάνω το επόμενο βήμα-ανάγνωση. Κάθε απροσεξία οδηγεί στο λευκό βάραθρο του κενού. Στο μυθιστόρημα όμως το βήμα μου ακροβατεί στην ιστορία. Οι μικρές ξέρες είναι τώρα πια τα μικρά νοήματα, που συνθέτουν τον μύθο. Το βλέμμα απλώνει, η έκταση του μυθιστορήματος δεν επιτρέπει την ακροβασία στα μικρά περάσματα, «οι λεκτικές ακροβασίες» όπως γράφει ο Βικέντιος χάνουν το νόημα τους. Εξαγνίζονται στην απεραντοσύνη της μυθιστορίας.
Η μυθιστορηματική μαντλέν του κάθε μυθιστορήματος είναι που χαρακτηρίζει το έργο. Όλα τ’άλλα είναι συνομαρτυρούντα. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να την πάθουμε όπως ο σκύλος. Αντί για λαβυρίνθους να κυνηγάμε την ουρά μας.

Μένανδρος said...

Αγαπητέμου φίλε
τους κινδύνους που αναφέρεις, την παγίδευση στη γλώσσα εις βάρος της μυθοπλασίας δηλαδή, τους είχα στο μυαλό μου - ανέφερα την προκατάληψή μου -πριν ξεκινήσω την ανάγνωση. Φοβόμουνα λίγο το λέξη για τη λέξη, τη γλώσσα για τη γλώσσα. Εδώ όμως η γλώσσα εξυπηρετεί απόλυτα τη μυθοπλασία. Οι λέξεις και η γλώσσα κάνουν τα τεκταινόμενα να παίρνουν άλλη δυναμική και να μην είναι απλώς συμβαίνοντα. Δεν είναι μυθοπλασία για μένα μια απλή συνάντηση σε μια φοκατσερία αλλά ο διάλογος αισθημάτων ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που μόνο η γλώσσα του συγγραφέα μπορεί να πλάσει. Προσωπικά - και δεν εννοώ ότι πρέπει να συμβαίνει και στους άλλους αυτό - δεν με ενδιαφέρει στο μυθιστόρημα το "τι θα γίνει παρακάτω" αλλά το πώς γίνεται ό,τι γίνεται και τι αναδύεται μέσα απ' αυτό. Και αυτό επιτυγχάνεται ή όχι από τη χρήση της γλώσσας. Δεν υποτιμώ τη μυθοπλασία - την έχω υπηρετήσει άλλωστε χρόνια ως σεναριογράφος σε τηλεοπτικές σειρές - αλλά στο μυθιστόρημα και στο θεατρικό έργο το ζητούμενο για μένα δεν είναι μόνο αυτό.
Όταν αναφέρω τη λέξη "λέξη" σαφώς αναφέρομαι στη γλώσσα του μυθιστορήματος του οποίου αποτελεί και συστατικό. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που στηρίζεται στις λέξεις του, αλλά στη γλώσσα του η οποία σύνθεση αυτών των λέξεων είναι. Άλλωστε το λες κι εσύ και συμφωνώ απόλυτα ότι οι λέξεις γίνονται γλώσσα, χάνουν την αυτονομία τους και τελικά γίνονται ιστορία. Και δεν νομίζω ότι εδώ δεν συμβαίνει αυτό, όπως και στον Σκαρίμπα και στον Χατζηαργύρη (ο Θρύλος του Κωνσταντή για παράδειγμα θα παρέμενε αριστούργημα λόγω της γλώσσας ακόμα κι αν δεν είχε ολοκληρωθεί η μυθοπλασία του)
Δεν κατατάσσω τον συγγραφέα δίπλα στον Μπόρχες και τον Μάρκες, ούτε τον συγκρίνω μαζί τους, ώστε η σύγκριση αυτή να αποδυναμώσει το΄μυθιστόρημα. Μισώ τη μόδα των κατατάξεων των διαβαθμίσεων των τοπ τεν κλπ. Απλά αναλογίζω την απόλαυση που μου προσφέρει η ανάγνωση του Συνονόματου με την απόλαυση που μου προσφέρει η αντίστοιχη ανάγνωση έργων των προαναφερομένων. Υπάρχει διαφορά.
Τέλος, δεν παραδέχτηκα ότι το σχόλιό μου είναι υπερβολικό, αλλά ότι έτσι μπορεί να φαίνεται.
Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά υποστηρίζω απόλυτα τα όσα γράφω και ό,τι εισέπραξα από την ανάγνωση, δεν με έσπρωξε προς τα εκεί η μακροχρόνια φιλία μου με τον συγγραφέα και δεν θεωρώ φυσικά ότι έχω τη δύναμη να προκαταλάβω την ιστορία της λογοτεχνίας με μια απλή προσωπική κατάθεση.
Σ' ευχαριστώ για την παρέμβαση, είναι ευχάριστη η επικοινωνία μαζί σου και εύχομαι να περνάς καλά στο νησί σου που λογικά θα είναι υπέροχο αυτό τον καιρό για διακοπές Σου... ειδικού τύπου

Τριαντάφυλλος Αργυρούδης said...

Σπουδαίος ο Πρόεδρος!

Anonymous said...

Θα προσπαθήσω να σου κάνς την χάρη και να εμίσω με λίγο χρώμα την σελίδα μου... είναι που πιο εύκολα θες να μοιραστείς τον πόνο παρά την χαρά.. έχω όμορφες στγμές.. αλλοίμονο αν ητάν όλα μαύρα.. θυμησέ μου.. πότε είχαμε μιλήσει. ειναι άδικο να μην ξέρω σε ποιόν γράφω...