ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζίκ
άποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.
Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου-
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .
Στάδιον δόξης
Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...
Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη
(με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα).
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι —
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:
... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι - σου — όλοι εμείς — φασουλήδες,
νά και συ θιασάρχης!...
Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
όρθιο η πόλη λελέκι...
Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι
μεταξύ-τους — για ρόλους-των — κάθε μια-μου αηδία,
κάθε τι ρεζιλίκι..
Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις
με κραυγές και με τούμπες!...
Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει
(αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει)
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη
σαν από —τεμπεσίρι...
Κι ένα του φίλου της iren Αντώνη Παπαϊωάννου:
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
Του λόγου σου τα όπαλα
Του νου σου οι Ερινύες
Σα θυμωμένα ρόπαλα
Χυμούν απ’ τις γωνίες
Να ‘χα της σόλας το πατί
Που όλα του κόσμου τα πατεί
Κι ένα ουράνιο δέος
Και να ‘μουν Χαλκιδαίος
R
Κι μόλα να μοιάζουνε σαν όπως
Να ‘χει μεθύσει αυτός ο τόπος
Τα λόγια σου θείο τραγί
Πηδούν σα να ‘χουν εκραγεί
Μες του Ευρίπου το άγιο μπλουμ
Και μια κερά ναι Ουλαλούμ
Να ‘ταν φεγγάρι να ‘ρχονταν
Γενάρη για Φεμπράγιο
Και να μας δέσει άρχοντα
Στης τρέλας το μουράγιο
Το τελευταίο τετράστιχο οφείλεται στον Γιώργο Κεντρωτή
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Καλημέρα. Πήρατε φόρα, βλέπω. Αλλά σήμερα γιατί δεν έχει Βραζιλιάνα;
Καλά σου λέει ο Λοκόσολος.
Post a Comment